ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ | |
A Dictionary Of Botanical and Biographical Etymology - Michael Charters | |
CRC World Dictionary of Plant Names-Umberto Quattrocchi (vol.I-IV) | |
CRC World Dictionary of Medicinal and Poisonous Plants | |
CRC Word Dictionary of Grasses | |
Plant genera named-Jose Mari Mut | |
The names of plants- David Gledhill (third edition) | |
Paxton- Boranical Dictionart- Samuel Hereman | |
Origin of Some Common Names of Plants - Nina Curtis | |
Etymologisches Wörterbuch DerBot (1996) | |
Etymological Dictionary of Succulent Plant Names-Eggli-Newton | |
Abies | Από το λατινικό όνομα της ελάτης ή εναλλακτικά από την αρχαία λατινική λέξη abeo που σημαίνει ψηλό δένδρο |
Abutilon | Το όνομα δόθηκε από τον Abu Ali al-Husayn (980-1037) Πέρση φιλόσοφο, ιατρό και συγγραφέα γνωστό στον δυτικό κόσμο με το όνομα Avicenna, που απεβίωσε το 1037, από το αραβικό όνομα του φυτού. |
Acacia | Το όνομα το έδωσε στο φυτό ο Πλίνιος πιθανόν από την Ελληνική λέξη "ακίς"(=αιχμή), που χρησιμοποιήθηκε από τον Διοσκουρίδη και τον Θεόφραστο ή από εξελληνισμένη Αιγυπτιακή λέξη "άκανθα", το όνομα Acacia αναφέρεται για πρώτη φορά ως ακανθώδες δένδρο της Αιγύπτου στον Ηρώδη (2.96) |
Acantholimon | Από το "άκανθος" και "limonium" λόγω του αρώματος του φυτού |
Acanthus | Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη άκανθος και από το είδος Acanthus mollis το οποίο χρησιμοποιούσαν ως πρότυπο σε διακοσμήσεις στην αρχαία Κόρινθο (Ιπποκράτης, Διοσκουρίδης) |
Acer | Πιθανόν από το πρωτοϊταλικό "akris" (=έντονος, αιχμηρός) από τις αιχμές του περιγράμματος των φύλλων ή το αρχαίο Ελληνικό "άκρον", κατά τον Λινναίο από την Ακκαδική γλώσσα και την λέξη arku(=μακρύς, ψηλός) |
Aceras | Η λέξη προήλθε από την αρχαίοελληνική ονομασία του φυτού, από την λέξη -κέρας(=κέρατο) και το στερητικό -α (χωρίς κέρας-κέρατο) |
Achillea | Από την λέξη "Αχιλλεύς" παραπέμποντας στις αιμοστατικές ιδιότητες της σκόνης του ξηρού φυτού, που χρησιμοποίησαν οι στρατιώτες στην πληγή του ήρωα |
Achnatherum | Από τις λέξεις achne(=άχυρο) και ανθήρας, παραπέμποντας στο χρώμα των ώριμων στάχεων |
Achyranthes | Από τις λέξεις -άχυρο και -άνθος, παραπέμποντας στην αχυρώδη ή μεμβρανώδη μορφή του |
Acinos | Το όνομα έδωσε ο Διοσκουρίδης λόγω του έντονου αρώματος, παρόμοιο με του βασιλικού |
Aconitum | Πιθανόν από το όνομα "ἀκόνῑτον" που έδωσε ο Θεόφραστος σε δηλητηριώδες φυτό που φύονταν στον ομώνυμο λόφο του Πόντου, το χρησιμοποίησε η Μήδεια, φέρνοντάς το από την Σκυθία, εναντίον του Οδυσσέα. Η βάση του ονόματος παραπέμπει και στο "κώνειον" με το οποίο θανατώθηκε ο Σωκράτης ή κατ'άλλους ετυμολόγους από την λέξη "ακόντιον" παραπέμποντας στην θανατηφόρα βολή του. Λεπτομερής αναφορά στις πηγές του ονόματος έχουμε στις Εκλογές του Οβίδιου όπου εκτός των άλλων αναφέρεται ότι το δηλητηριώδες άνθος φύτρωσε από το σάλιο του φύλακα της πύλης του Άδη, του τρικέφαλου σκύλου Κέρβερου τον οποίο αιχμαλώτισε ο Ηρακλής κατά τον 120 άθλο. Επίσης αναφέρει την βεβαιότητα ότι το όνομα προέρχεται από την λέξη "ακόνι" την πέτρα χρησιμοποιείται για λείανση, λόγω του βιοτόπου. |
Acorus | Από το αρχαιοελληνικό "άκορος", (εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος) αρχαίο όνομα για το Acorus calamus) |
Actaea | Προέρχεται από το αρχαιοελληνικό όνομα για το Sambucus, το οποίο υιοθέτησε ο Πλίνος λόγω της ομοιότητας των φύλλων, στην βιβλιογραφία υπάρχουν αναφορές για την Ακταία, μια από τις νεράιδες ή τις Δαναϊδες |
Adenocarpus | Από τις λέξεις "αδένας" και "καρπός" λόγω των αδενωδών καρπών |
Adenostyles | Από τις λέξεις αδένας και στύλος, λόγω των αδενοφόρων στύλων του άνθους |
Adonis | Από τον Άδωνη της Μυθολογίας, εραστή της Αφροδίτης που σκοτώθηκε από κάπρο και από το αίμα του φύτρωσε φυτό με ερυθρά άνθη, για την αγάπη της Αφροδίτης ο Δίας του επέτρεψε να ανθίζει μια φορά το έτος |
Adoxa | Από την αρχαία Ελληνική, -δόξα, με το αρνητικό (στερητικό) -α μπροστά, χωρίς δόξα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη εμφάνισης των λουλουδιών λόγω του ασήμαντου φυλλώματος |
Aegilops | Από την αρχαιοελληνική λέξη για τον φυτό "αιγίλωψ", αυτό που λατρεύουν οι αίγες |
Aegopodium | Όνομα προερχόμενο από τις Ελληνικές λέξεις -αίγα και -πόδι λόγω του σχήματος των φύλλων |
Aeonium | Από την Ελληνική λέξη αιώνιος επειδή διατηρεί το φύλλωμά του |
Aesculus | Το Aesculus είναι το λατινικό όνομα ενός τύπου δρυός, ιερού για τον Δία, που αναφέρεται από τους Ρωμαίους και ως εκ τούτου αποδίδεται από τον Λινναίο σε αυτό το είδος, ακόμη και αν, όπως καλά γνωρίζει, συμπεριλαμβάνεται σε μια οικογένεια πολύ διαφορετική από εκείνη των Fagaceae. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, θα πρέπει να προέρχεται από το λατινικό “escare” = να τρώει, λόγω των φρούτων που τρώγονται από ορισμένα ζώα (ειδικά τα αιγοπρόβατα). |
Aetheorhiza | Από τις λέξεις ἀ-ήθης(ἦθος) = παράδοξος, ασυνήθιστος ή την λέξη αἴθω= ανάβω, καίω, καίγομαι ή φλέγομαι, σε Σοφοκλή. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται και από τον Όμηρο "πυρὸς μένος αἰθομένοιο" και την λέξη ρίζα |
Aethionema | Από τις λέξεις "αήθης" (=άκοσμος) και "νήμα", ίσως λόγω των πτερωτών και οδοντωτών νημάτων των στημόνων |
Ageratina | Από την αρχαιοελληνική γλώσσα, ἀ-γήρᾰτος, -ον = αιώνιος, ina = μειωτική κατάληξη, αναφέρεται στα άνθη που διατηρούν τον χρωματισμό τους για μεγάλο χρονικό διάστημα |
Agrimonia | Από την αρχαιοελληνική "αγριμονία" (Διοσκουρίδης, Πλίνιος) που χρησιμοποιήθηκε ενάντια σε οφθαλμικές παθήσεις ή από το "αγρός" και "μόνος" λόγω του βιοτόπου (Λινναίος). Το όνομα του είδους έχει τιμηθεί από τον Λινναίο και τον διάσημο ιατρικό βοτανολόγο Mitridate VI Eupatore, Βασιλιά του Πόντου (132-63 π.Χ.), ο οποίος θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε τις θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού και τις παρουσίασε στους γιατρούς της Ελλάδας |
Agropyron | Από τις λέξεις αγρός = χωράφι και πῡρός= σιτάρι, αναφέρεται σε γρασίδι που μοιάζει με σιτάρι αλλά δεν καλλιεργείται ως δημητριακό · «Χόρτο σιταριού». |
Agrostemma | Από τις λέξεις "αγρός" και "στέμμα" λόγω του ωραίου άνθους αποτελώντας κόσμημα των αγρών |
Agrostis | Από την λέξη "αγρός", ο φυόμενος στους αγρούς |
Ailanthus | Ινδονησιακό όνομα (Μολλούκοι νήσοι), ailanto = «δέντρο των θεών» ή «δέντρο του ουρανού», υπαινιγμός, ίσως, στην αντίστασή του στη ρύπανση, την αντοχή στα έντομα και τις ασθένειες, και την ικανότητα ανάπτυξης σε σχεδόν οποιοδήποτε έδαφος |
Aira | Από το αρχαιοελληνικό όνομα ενός άλλου αγρωστώδους, πιθανόν του Lolium temulentum |
Aizoon | Από την αρχαιοελληνική γλώσσα -αεί(=πάντοτε) και -ζώ, υπαινιγμός για την ικανότητα του φυτού να ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες. |
Ajuga | Από το στερητικό α- (=χωρίς) και το jugum (ζυγός), λόγω του ότι το άνθος δεν έχει άνω χείλος |
Alcea | Από το αρχαίο "άλθομαι" (=καθίσταμαι υγιής) για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού |
Alchemilla | Απτό αραβικό al-kimiya ή alkemelyeh λόγω της υποτιθέμενης χρήσης της δρόσου των φύλλων για την μετατροπή άλλων μετάλλων σε χρυσό (αλχημεία) |
Aldrovanda | Για τον Ulysses Aldrovandus (1522-1605), τον Ιταλό ευγενή, βοτανολόγο, φαρμακοποιό, φυσιολόγο και εντομολόγο. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μπολόνια (1539) και στην Πάντοβα (1547), έγινε καθηγητής φυσικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια (1561) και διευθυντής του βοτανικού κήπου της Μπολόνια, (1568) ένα από τα πρώτα στην Ευρώπη . Ήταν συγγραφέας πολλών εκδόσεων και θεωρήθηκε από τον Λινναίο ως «πατέρας μελετών της φυσικής ιστορίας» |
Alectorolophus | Από τις λέξεις "αλέκτωρ"=πετεινός και "λοφίον", παραπέμποντας στην μορφή του ανώτερου χείλους της στεφάνης και την ομοιότητά του με λειρί πετεινού. |
Alhagi | Από την Αραβικό όνομα του φυτού al-haggi =προσκυνητής ή νομάδας. Ενδεχομένως να σημαίνει ότι το φυτό βρίσκεται παντού, είναι πολύ διαδεδομένο ή την Αραβική πάλι λέξη al hagfn (=που αρέσει στις καμήλες), διότι αποτελεί παρά τα αγκάθια εκλεκτή τροφή |
Alisma | Πιθανόν από την κελτικής προέλευσης λέξη που σημαίνει νερό, από το οικοσύστημα στο οποίο αναπτύσσεται ή την Αρχαιοελληνική "άλισμα" που σημαίνει νερό (Πλίνιος, Διοσκουρίδης) |
Alkanna | Από την αραβική ονομασία Al hinna =(χέννα), κόκκινη βαφή που προέρχεται από τον φλοιό της ρίζας. |
Alkekengi | Για πρώτη φορά ο όρος εμφανίστηκε τον 150 αιώνα και αναφερόταν στο Arabibus dictum=Solanum vesicarium, Στην Αραβική είναι το όνομα μιας χρησιμοποιούμενης ρητίνης, συνώνυμες λέξεις βρίσκονται και στην Ισπανική αλλά και Εβραϊκή |
Alliaria | Από την λέξη allium (=με οσμή σκόρδου) |
Allium | Από την αρχαιοελληνική λέξη "αλέω" ο έχων την οσμή σκόρδου λόγω της οσμής του φυτού, ανάλογη λέξη υπάρχει και στους Κέλτες αναφερόμενη στο πικάντικο |
Allysoides | Παραπέμπει στο Alyssum |
Alnus | Από την Λατινική γλώσσα και στο όνομα που είχε το δένδρο |
Aloe | Από την σημιτική λέξη alloeh = πικρή. Ο υγρός ή ξηρός χυμός που βρίσκεται στα φύλλα είναι πικρός. |
Alopecurus | Από τις λέξεις "αλώπηξ"=(αλεπού) και "ουρά" λόγω του σχήματος του στάχυ |
Aloysia | Προς τιμήν της Μαρίας-Λουίζας (1751-1819), πριγκίπισας της Πάρμα, συζύγου του Βασιλέα Καρόλου του IV της Ισπανίας (1748-1819) |
Alsine | Από το αρχαοελληνικό όνομα του γένους, αλσίνη |
Althaea | Από το αρχαίο "άλθομαι" (=καθίσταμαι υγιής) για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού (Θεόφραστος), επίσης αναφέρεται από μερικούς ετυμολόγους και το όνομα της Αλθαίας συζύγου του βασιλέα της Καλιδώνας Οινέα. |
Althenia | Προς τιμήν του After J.Althen, συγγραφέα του Memorie sur la culture da la garance (Paris 1772) |
Alyssum | Από την λέξη "λύσσα" με το αρνητικό πρόθεμα α-, λόγω του ότι πίστευαν ότι προστατεύει από την λύσσα |
Amaracus | Από την λέξη αμάρακος που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για το Origanum majorana |
Amaranthus | Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη αμάραντος (= άφθαρτος) και την λέξη άνθος λόγω του ξηρού περιανθίου. |
Amaryllis | Από την αρχαιοελληνική ονομασία που προήλθε από την λέξη ἀμᾰρύσσω (=στίλβω, λάμπω), για το φως και το χρώμα ή από την Ελληνική μυθολογία όπου υπάρχει μια ιστορία για ένα πολύ ευαίσθητο κορίτσι που ονομάζεται Αμαρυλλίς και μια μέρα που μάζευε λουλούδια, συνάντησε τον βοσκό Αλταίονα και τον ερωτεύτηκε. Αλλά ο Αλταίονας δεν της έδωσε καμία σημασία και της είπε: «Μόνο όσοι μπορούν να μου δώσουν ένα νέο λουλούδι, δίνω την αγάπη μου». Από το αίμα της φύτρωσε το ομώνυμο άνθος |
Ambrosia | Την έδωσε ο Διοσκουρίδης από την ομώνυμη αρχαία λέξη που σημαίνει αθάνατος (τροφή των θεών) |
Amelanchier | Πολύ πιθανόν από την παλαιά Γαλλική ονομασία του A.ovalis (l'amelanche) |
Ammannia | Από το όνομα του Γερμανού φυσικού Paul Ammann (1634-1691), βοτανολόγου και καθηγητού στην Ληψεία. Το πιο σημαντικό του έργο είναι το Character Plantarum naturalis (1676) |
Ammi | Όνομα που δόθηκε από τον Πλίνιο σε ένα είδος κύμινου, προερχόμενη από μια λέξη που χρησιμοποίησε ο Διοσκουρίδης για τα Apiaceae |
Ammoides | Από την Ελληνική λέξη "αμμώδες" λόγω των φτωχών εδαφών στα οποία αναπτύσσεται |
Ammophila | Από τις λέξεις "άμμος" και "φίλος" λόγω των βιοτόπων στους οποίους αναπτύσσεται |
Amorpha | Από την λέξη "άμορφος"=ο χωρίς μορφή, παραπέμποντας στην 'υπαρξη ενός μόνο πετάλου στο άνθος αντι των 3 της υποοικογένειας Faboideae |
Amphoricarpos | Από τις λέξεις -αμφορεύς και -καρπός |
Amygdalus | Από την ονομασία που είχε το δένδρο και ο καρπός του στην Αρχαία Ελλάδα |
Anacamptis | Από το "ανακάμπτω" από το κυρτό πλήκτρο του άνθους |
Anacyclus | Από τις λέξεις "ανα"και "κύκλος" λόγω της ακτινωτής διάταξης των γλωσσοειδών ανθέων |
Anagallis | Από το ἀνά [ᾰνᾰ] = πάνω σε και "ἀγάλλω [ᾰ] = ευφραίνομαι, τέρπομαι λόγω της μακράς περιόδου άνθησης του φυτού (Διοσκουρίδης) ή επειδή πιστεύεται ότι το φυτό διώχνει τη θλίψη σύμφωνα με την ερευνήτρια Amanda Neil του Herbarium του Πανεπιστημίου του Τέξας |
Anagyris | Από το "ανά" και "γύρος, κύκλος" ίσως λόγω του κυρτού καρπού |
Anchusa | Το όνομα δόθηκε στο φυτό από τον Πλίνιο και το όνομα του φυτού προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "αγχουσίζομαι" που σημαίνει χρησιμοποιώ άγχουσα, βάφω, χρωματίζω (κυρίως το πρόσωπο), λόγω του ερυθρού χρώματος της ρίζας του. |
Anchusella | Παραπομπή στο γένος Anchusa |
Andropogon | Aπό τις λέξεις "άνδρας" και "πώγων"=(γενειάδα) λόγω της μορφής και διάταξης των αγάνων στον στάχυ |
Andryala | οι περισσότεροι συγγραφείς θεωρούν άγνωστη την ετυμολογία του γένους, αναφέρεται στο σύγγραμα του Elmer Drew Merrill-Index Rafinesquianus ότι το όνομα προήλθε από τις λέξεις -Androsace και -ύαλος χωρίς να υπάρχει κάποια ερμηνεία |
Anemagrostis | Από τις λέξεις "άνεμος" και "άγρωστης"=(αγριόχορτο) λόγω του ευλύγιστου στελέχους που κινείται με την πιο ελαφρά πνοή του ανέμου |
Anemone | Από την λέξη "άνεμος" λόγω της εύκολης πτώσης των πετάλων με τον άνεμο ή ότι ανοίγουν με τον άνεμο. Ορισμένοι ετυμολόγοι προτείνουν ότι η λέξη ανεμώνη έχει εβραϊκές ρίζες. Αντί της ελληνικής καταγωγής, συνδέουν τη λέξη με τον εβραϊκό όρο na'amanim. Αυτή η λέξη συνδέεται στενά με την αραβική ορθογραφία shaqa'iq An-Nu'man. Στην αρχαιότητα, ο Ταμμούζ ήταν ο θεός της τροφής και της βλάστησης, η Φοινικική ερμηνεία του ονόματός του ήταν Nea'man. Ο Nea'man ουσιαστικά έγινε ο θεός Άδωνις όταν υιοθετήθηκε στον ελληνικό πολιτισμό. Ήταν γνωστός για την προστασία των κόκκινων λουλουδιών, των ανεμώνων, κατά τη διάρκεια της ζωής του, και μεγάλωσαν στον τάφο του μετά το θάνατό του. Έπαιξαν επίσης ρόλο στην αναγέννηση του. Μέσα από μια χαλαρή μετάφραση, το όνομα του Nea'man τόσο στα αραβικά όσο και στα εβραϊκά μεταμορφώθηκε στη σύγχρονη ορθογραφία της ανεμώνης.Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι ανεμώνες ξεπήδησαν από τα δάκρυα της Αφροδίτης, ενώ θρηνούσε το θάνατο του εραστή της Άδωνι. |
Anethum | Από την Ελληνική λέξη "άνησον, άνηθον", το anisum χρησιμοποιήθηκε για το γλυκάνισο και το anethum για τον άνηθο |
Angelica | Από την Ελληνική λέξη "αγγελικός" με την έννοια της μεταφοράς θεϊκού μηνύματος, λόγω των ιαματικών ιδιοτήτων του φυτού |
Anisantha | Από τις λέξεις -άνισος και -άνθος |
Antennaria | Πιθανόν από την λατινική λέξη antenna που σημαίνει κεραία λόγω της ακτινωτής διάταξης των τριχών του πάππου του καρπού |
Anthemis | Από την λέξη άνθος, την χρησιμοποίησε ο Διοσκουρίδης |
Anthericum | Από την ελληνική λέξη "ανθερικός" =(ο έχων στενά φύλλα) |
Anthoxanthon | Από τις λέξεις "άνθος" και "ξανθός" παραπέμποντας στο κιτρινωπό χρώμα των ώριμων στάχεων |
Anthriscus | Από το αρχαιοελληνικό όνομα "άνθρησον" που δόθηκε στο φυτό |
Anthyllis | Από την λέξη "ανθυλλίς", όνομα που έδωσε στο φυτό ο Διοσκουρίδης |
Antirrhinum | Από τον Διοσκουρίδη λόγω της ομοιότητας του άνθους με μύτη ορισμένων ζώων |
Apera | Από την λέξη -άπειρος με την ερμηνεία χωρίς παραστάσεις, λόγω των υποτυπωδών ανθέων |
Aphanes | Από το "αφανής" λόγω της χαμηλής του ανάπτυξης |
Apium | Το όνομα δόθηκε από τον Πλίνιο από την λατινική λέξη "apis"=(melissa) πιθανόν λόγω του μελισσοτροφικού χαρακτήρα των φυτών του γένους |
Aquilegia | Από την λατινική aguila (=αετός) λόγω του κυρτού πλήκτρου του άνθους που ομοιάζει με ράμφος αετού |
Arabidopsis | Από τις λέξεις "arabis" (=ο εύκολα προσαρμόσιμος, ο νομάς) και την λέξη "όψις" λόγω της ευκολίας προσαρμογής του φυτού σε διάφορα περιβάλλοντα |
Arabis | Από την λέξη "arabis" (=ο εύκολα προσαρμόσιμος, ο νομάς) |
Arbutus | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει κουμαριά (Βιργίλιος) |
Arctium | Από την λέξη άρκτος (=αρκούδα) λόγω του δασύτριχου περιβλήματος του άνθους (Πλίνιος) |
Arctostaphylos | Από τις λέξεις "άρκτος" και "σταφυλή", διότι αρέσει πολύ στις αρκούδες |
Arctotheca | Από τις λέξεις -άρκτος και -θήκη, παραπέποντας στους καρπούς (εριώδεις ή λείους) |
Arenaria | Από την λατινική λέξη "(h)arena" (=κάτοικος της άμμου) λόγω του βιοτόπου του είδους |
Argyrolobium | Από τις λέξεις -αργυρός και -λοβός, παραπέμποντας στους καλυπτόμενους με μεταξώδες έριο λοβούς |
Arisarum | Ο Διοσκουρίδης έδωσε το όνομα στο Arisarum vulgare, από το οποίο πήρε το όνομα το γένος, «ἀρίσαρόν ἐστι μικρὸν βοτάνιον, ῥίζαν ἔχον ὡς ἐλαίας· ἔστι δὲ δριμυτέρα τοῦ ἄρου» Διοσκ. 2. 198· |
Aristolochia | Από τις λέξεις "άριστος" και "λοχεία", το όνομα δόθηκε από τον Θεόφραστο διότι υπήρχε η άποψη ότι η χρήση του βοηθούσε στην εύκολη γέννηση των παιδιών |
Armeria | Από την κέλτικη λέξη ar mor (=δίπλα στην θάλασσα) λόγω του βιοτόπου του φυτού |
Armoracia | Αρμοκάκια ονομαζόταν στην Αρχαία Ελλάδα το άγριο ραπάνι |
Artemisia | Από το όνομα της θεάς Άρτεμις (Διοσκουρίδης) ή από το όνομα της βασίλισσας Artemisia II συζύγου του Βασιλέα της Καρίας Mausolus |
Arthrocnemum | Από τις λέξεις άρθρον και -κνήμη, παραπέμποντας στην αρθρωτή ταξιανιία |
Arum | Λατινικοποιημένη λέξη προερχόμενη από το ελληνικό όνομα του φυτού "ἄρον" από το ρήμα αίρω(=σηκώνω) ίσως λόγω του ρωμαλέου ανθοφόρου στελέχους ή κατ' άλλους από την λέξη "Aron" που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι για την Colocasia antiquorum |
Arundo | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει καλάμι, ράβδος, βέργα |
Asarum | Από την λατινική λέξη asa που σημαίνει βωμός, ιερό |
Asclepias | Από το όνομα του Ασκληπιού ο οποίος μελέτησε τις φαρμακευτικές (και δηλητηριώδεις) ιδιότητες των φυτών του γένους |
Asparagus | Το όνομα δόθηκε από τον Θεόφραστο από την λέξη "σπαργή" (=διόγκωση), παραπέμποντας στους φαλλικής μορφής νέους βλαστούς |
Asperugo | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει ο έχων ακανθώδη φύλλα |
Asperula | Από το asper (=τραχύς) λόγω των παρυφών των φύλλων, το όνομα δημιούργησαν βοτανολόγοι |
Asphodeline | Παραπομπή στο γένος Asphodelus |
Asphodelus | Από το αρχαιοελληνικό όνομα του φυτού Asphodelus ramosus (Λινναίος) |
Aspidium | Από την λέξη ασπίδιο (=μικρή ασπίδα) λόγω του μικρού μεμβρανώδους των σπόρων |
Asplenium | Από την λατινική του ονομασία η οποία, σύμφωνα με ορισμένους ετυμολόγους, πιθανόν να προήλθε από την Ελληνική λέξη -σπλήνα με το στερητικό -α, διότι είδη του γένους χρησιμοποιήθηκαν για την θεραπεία της σπλήνας |
Aster | Από την λέξη "αστήρ", λόγω της ακτινωτής διάταξης των γλωσσοειδών ανθέων |
Asteriscus | Μικρό αστέρι (Θεόφραστος) |
Astracantha | Από τις λέξεις -αστήρ(=αστέρι) και άκανθα(=αγκάθι) λόγω τως ακτινωτά τοποθετημένων αγκαθιών |
Astragalus | Από την λέξη "αστράγαλος" λόγω των διογκώσεων, σε ορισμένα σημεία, των ριζών των φυτών αυτού του γένους |
Astrantia | Προέρχεται από την λατινική λέξη "άστρο" λόγω των ανοικτών βρακτίων |
Asyneuma | Πιθανόν από το "asyneuma" που έχει την ίδια έννοια με το "phyteuma", Asyneuma canescens (=Phyteuma canescens) |
Athamanta | Από την βασιλέα του Ορχομενού Αθάμαντα, πρόσωπο της Ελληνικής μυθολογίας |
Atocion | Αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού από την λέξη τίκτω=(γεννώ) με το στερητικό -α μπροστά, διότι χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα για την διακοπή της κύησης |
Atractylis | Από την αρχαία λέξη "άτρακτος" (=γαϊδουράγκαθο), λόγω των μεγάλων αγκαθιών των εξωτερικών βρακτίων (Θεόφραστος) |
Atractylis | Από την αρχαιοελληνική λέξη "ἀτρακτῠλίς", που ήταν η ονομασία του αδραχτιού που χρησιμοποιούνταν για το γνέσιμο του μαλλιού. Βλαστοί ενός αγκαθωτού είδους χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή του |
Atraphaxis | Από την λέξη "ἀτράφαξυς" που χρησιμοποίησε ο Θεόφραστος, πιθανόν για το Atriplex rosea |
Atriplex | Την λέξη χρησιμοποίησε ο Πλίνιος για ένα βρώσιμο λαχανικό |
Atropa | Από το όνομα της Ατρόπου (=αναπότρεπτος), μιας από τις τρείς Μοίρες, λόγω του ισχυρού δηλητηρίου του φυτού που με την κατανάλωσή του είναι βέβαιος ο θάνατος |
Atropis | Από το στερητικό -α και την λέξη -τρόπις (τρόπιδα), χωρίς τρόπιδα |
Aubrieta | Προς τιμήν τουLuis Marie Aubert (1758-1831), Γάλλου βοτανολόγου, συλλέκτη ορχιδεών της Μαδαγασκάρης |
Aurinia | Από την λατινική λέξη aureus (=χρυσός), λόγω του χρώματος των ανθέων |
Avellinia | Προς τιμήν του Guilio Avellino, Ιταλού βοτανολόγου στην Νάπολι, ο οποίος το 1943 περιέγραψε ένα νέο είδος του γένους Clematis |
Avena | Από την ομώνυμη λατινική λέξη για την βρώμη που χρησιμοποιήθηκε από τον Πλίνιο, τον Οράτιο και τον Βιργίλιο |
Avenella | Από την ονομασία του γένους Avena με μειωτική κατάληξη |
Azolla | Από τις λέξεις της αρχαίας Ελληνικής, ἄζα, ἡ (ἄζω) = ξηρασία, ξηρότητα, ἀζᾰλέος = ξηρός, αποξηραμένος και του ὄλλῡμι και ὀλλύω = καταστρέφω, επιφέρω το τέλος κάποιου, εξολοθρεύω, διότι τα φυτά επιβιώνουν μόνο σε υγρό περιβάλλον |
Backmannia | Προς τιμήν του Γερμανού φυσιολάτρη και πρακτικού ιατρού Franz Ewald Backhmann (1856-1916) |
Bacopa | Από το όνομα του φυτού στην Γαλλική Γουϊάνα |
Baldellia | Προς τιμήν του Ιταλού Νομπελίστα Bartolomeo Baldelli |
Ballota | Από το όνομα "βαλλωτή" που έδωσε στο φυτό ο Διοσκουρίδης |
Barbarea | Από το όνομα της (Αγίας) Βαρβάρας της Νικομήδειας, μάρτυρα του 3ου αιώνα, |
Barlia | Από το όνομα του Γάλλου βοτανολόγου Joseph Hieronymous jean Baptiste Barla (1817-1896), Διευθυντή του μουσείου φυσικής ιστορίας της Νίκαιας |
Bartsia | Προς τιμήν του Φερμανού βοτανολόγου Johann Bartsch (1709-1738) που απεβίωσε στο Suriname |
Basella | Από το όνομα της Basella rubra (Επαρχία kelara στην Ινδία) |
Bassia | Προς τιμήν του Ferdinando Bassi (1770-1774), Ιταλού φυσιολάτρη και βοτανολόγου |
Bellardia | Από το όνομα του Ιταλού φυσικού και βοτανολόγου Carlo Antonio Bellardi (1741-1826), συλλέκτη φυτών και καθηγητού στο Τορίνο |
Bellevalia | Προς τιμήν του Pierre Richter Belleval (1564-1632), Γάλλου βοτανολόγου, καθηγητού και Διευθυντή του βοτανικού κήπου του Μονπελιέ |
Bellis | Από το λατινικό bellus=χαριτωμένος, από την ωραιότητα των ανθέων του γένους |
Bellium | Από το λατινικό bellus=χαριτωμένος, από την ωραιότητα των ανθέων του γένους |
Berberis | Από το αραβικό όνομα του καρπού αλλά και του φυτού, berberys (Λινναίος), αλλά αυτό είναι μια υπόθεση |
Bergia | Προς τιμήν του Σουηδού φυσικού Peter Jonas Bergious (1730-1790), βοτανολόγου και συλλέκτη φυτών, καθηγητού της φυσικής Ιστορίας στην Stockholm |
Berteroa | Από το όνομα του Ιταλού φυσικού, βοτανολόγου και συλλέκτη φυτών Carlo Bertero (1789-1831)+B165 |
Berula | Από την Γαλικιανή γλώσσα που η λέξη σημαίνει κάρδαμο |
Beta | Από την κέλτικη λέξη bett (= κόκκινη ρίζα), από το χρώμα της ρίζας των φυτών του γένος |
Betonica | Σύμφωνα με τον Πλίνιο οι Vettones , λαός της Β.Ισπανίας, πρώτοι ανεκάλυψαν το φυτό και από εκεί πήρε το όνομα |
Betula | Aπό το Κέλτικο όνομα Betula (=σημύδα) το οποίο χρησιμοποίησαν οι Λατίνοι |
Biarum | Από την λατινική λέξη bis (=διπλός) και την λέξη arum παραπέμποντας πιθανόν στον σπάδικα |
Bidens | Από τις λατινικές λέξεις bis=διπλός και dens=οδόντες, παραπέμποντας στις 2 σκληρές τρίχες του καρπού (αχαινίου) μερικών φυτών του γένους |
Biebersteinia | Από το όνομα του August von Bieberstein (19 αιώνας) εξερευνητού της Ν.Ρωσίας |
Bifora | Από την λατινική λέξη biforis ή biforus που σημαίνει αυτός που έχει 2 ανοίγματα, δύο πόρτες, εξαιτίας των μερικαρπίων του φυτού |
Biscutella | Από τις λατινικές λέξεις bis (=διπλός) και scuta (=πλατύ πιάτο) από το σχήμα των σπόρων |
Biserrula | Από τις λατινικές λέξεις bis (=διπλός) και serrula (=μικρός οδόντας) από το σχήμα του περιθωρίου των καρπών |
Bituminaria | Το όνομα δημιουργήθηκε από βοτανολόγους και από την λέξη bitumino (=οσμής ασφάλτου) λόγω της οσμής του φυτού |
Blackstonia | Από το όνομα του John Blackstone (1712-1753), Άγγλου φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Blechnum | Από το αρχαιοελληνικό όνομα της φτέρης το οποίο χρησιμοποίησε και ο Πλίνιος, πιθανόν αναφερόμενος στο Asplinium filix-mas |
Blitum | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει σπανάκι |
Bolanthus | Από τις λέξεις "βώλος" και "άνθος" από το κυκλικό σχέδιο που έχουν τα άνθη στο κέντρο τους |
Bombycilaena | Από την λατινική λέξη bombycinus=μεταξώδες, παραπέμποντας στο μετaξώδες χνούδι των ανθοφόρων-καρποφόρων μερών |
Bonannia | Προς τιμήν του Vicente Bonanni και του υιού του Antonio Bonanni (?-1719) Ιταλού σχεδιαστή της Flora Sicula (1826) |
Bonaveria | Προς τιμήν του Giovani Francesco Bonaveri (17th-18th αιώνας), Ιταλού φυσικού |
Bonjeanea | Προς τιμήν του Joseph Louis Bonjean (1780-1846), Γάλλου φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Borago | Πιθανόν από την αραβική λέξη abu (=ιδρώνω) ή από την λατινική λέξη burra,ae (=ερυθρωπός) ή την Ακκαδική γλώσσα burrugu (=ο καλυμμένος με τρίχες) |
Botrychium | Από το βόστρυχος παραπέμποντας στο σχήμα του αναπτυσσόμενου βλαστού |
Bouglossoides | Λατινικοποιημένη λέξη (buglossa) των Ελληνικών λέξεων βούς και γλώσσα, το όνομα δόθηκε από τον Πλίνιο |
Bouteloua | Προς τιμήν του Ισπανού βοτανολόγου Esteban Boutelou y Soldevilla (1776-1813), ξαθηγητού στην Μαδρίτη |
Brachypodium | Από τις λέξεις "βραχύς" και "πόδι" λόγω του μικρού ποδίσκου των σταχυδίων |
Brassica | Νεολατινισμός ( ααπό τον Πλίνιο) από το κέλτικο όνομα του λάχανου bresic |
Briza | Από το αρχαιοελληνικό όνομα της σίκαλης |
Bromus | Από την αρχαιοελληνική λέξη "βρώμη" = (φαγητό) αναφέρεται στην Οδύσσεια του Ομήρου |
Bryonia | Από το Ελληνικό όνομα "βρυονία" που χρησιμοποίησε ο Θεόφραστος από το "βρύω" λόγω της ταχείας ανάπτυξης του |
Bufonia | Από τον Λινναίο για τον G.L.Leclerc κόμη του Buffon (1707-1788), Γάλλου φυσικού και βοτανολόγου, εκδότη της 12τομης Historie Naturalle |
Buglossoides | Από τις λέξεις "βούς" και "γλώσσα" με την κατάληξη -oides =(που μοιάζει) πιθανόν από το σχήμα και την τραχύτητα των φύλλων |
Bunias | Πιθανόν λόγω του ενδιαιτήματος του φυτού ή από την λέξη "βουνιάς" που χρησιμοποίησε ο Θεόφραστος |
Bunium | Πιθανόν από την ελληνική λέξη "βουνό", λόγω του βιοτόπου (Διοσκουρίδης) |
Bupleurum | Από τις λέξεις "βούς" και "πλευρά", λόγω της μορφής των ραβδώσεων των βρακτίων φύλλων |
Butomus | Από την λέξη "βούς" επειδή τα βοοειδή δεν τρώγουν τα φύλλα του διότι τραυματίζουν το στόμα τους |
Buxus | Από ο Ελληνικό "πυξός" (= δένδρο κουτί) λόγω της πυκνής βλάστησης και του σχήματος |
Cachrys | Από την αρχαιοελληνική λέξη "κάχρυς" που δόθηκε στο φυτό από τον Θεόφραστο και Διοσκουρίδη λόγω της οσμής δενδρολίβανου των σπόρων του |
Cakile | Από την αραβική λέξη qäqulla-ququoulla (= είδος αλμυρού φυτού) |
Calamagrostis | Από τις λέξεις "κάλαμος-καλάμι" και "αγρόσ-τις", καλάμι του αγρού |
Calamintha | Από το μυθολογικό πρόσωπο "Κάλαμος" υιού το Μαιάνδρου, εναλλακτικά από το "κάλος" + "μέντα" (από την λαϊκή ονομασία) (Αριστοτέλης, Θεόφραστος) |
Calendula | Από την λατινική λέξη calends-a =(πρώτη ημέρα κάθε μήνα) που παραπέμπει στην μακρά περίοδο άνθησης του φυτού |
Calepina | Πιθανόν από λέξη "χαλαιπός" λόγω της μικρής ανάπτυξης του φυτού αν και μερικοί συγγραφείς δέχονταο ότι η ονομασία προήλθε από την Συριακή πόλη Haleb (=Χαλέπι) |
Calicotome | Από τις λέξεις "κάλυξ" και "τομή", λόγω του διηρημένου σε 2 μέρη κάλυκα |
Callitriche | Από την λέξη "καλλίτριχος" λόγω του απαλού τριχώματος |
Caltha | Πιθανόν από την λέξη "καλάθι" λόγω της μορφής του άνθους, χρησιμοποιήθηκε από τον Πλίνιο |
Calystegia | Από τις λέξεις "κάλυξ" και "στέγη", λόγω της μορφής του κάλυκα |
Camelina | Από τις λέξεις "χαμαί" (=στο έδαφος) και "λίνον" (=λινάρι) επειδή δεν επηρεάζει την ανάπτυξη των φυτών του λιναριού |
Campanula | Από το σχήμα του άνθους που μοιάζει με μικρή καμπάνα |
Camphorosma | Από την Αραβική λέξη kafur =(καμφορά) από την οσμή καμφοράς του φυτού |
Capparis | Το γένος πήρε το όνομά του από την ονομασία που έδωσε ο Θεόφραστος και ο Ιπποκράτης, στα κλειστά άνθη που χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα |
Capsella | Από την λέξη "κάψα" μικρή κάψα, λόγω του σχήματος του κερατίου μορφής μικρής θήκης |
Cardamine | Από το όνομα που έδωσε στο φυτό "κάρδαμο" ο Διοσκουρίδης |
Cardopatium | Από το λατινικό carduus=γαϊδουράγκαθο |
Carduus | Ο Βιργίλιος και ο Πλίνιος χρησιμοποίησαν αυτό το όνομα για το αγκαθωτό αυτό φυτό |
Carlina | Από το όνομα του Κάρολου του Ε' (1500-1558) που χρησιμοποίησε το φυτό κατά της πανούκλας, |
Carpinus | Από το αρχαίο λατινικό όνομα του φυτού |
Carrichtera | Από το όνομα του Bartolomeo Carrichter (1510-1567), Ελβετού φυσικού στην αυλή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Φερδινάλδου του I |
Carthamus | Από την αραβική λέξη qartam=χρωματίζω, παραπέμποντας στις βαφικές ιδιότητες ενός είδους αυτού του γένους |
Carlina | Για τον βασιλέα Κάρολο τον V της Ρωμαικής αυτοκρατορίας (1500-1558), o Tournefort όταν έδωσε το όνομα στο γένος είχε σκοπό να τιμήσει τον Καρλομάγνο |
Carum | Πιθανόν από το αρχαιοελληνικό "κάρον"(=κύμινο), εναλλακτικά από την χώρα Καρύα σύμφωνα με τον Πλίνιο |
Castanea | Από την λέξη που χρησιμοπούσαν στην αρχαία Ελλάδα τόσο για το δλενδρο όσο και για τον καρπό |
Catanache | Από την Ελληνική λέξη "κατ΄ανάγκην" με την έννοια ότι το φυτό πρέπει να τύχει της προσοχής μας λόγω της ομορφιάς του |
Caucalis | Το όνομα δόθηκε από τον Λινναίο λόγω της ονομασίας αρκετών Apiaceae με αυτό το όνομα |
Cedrus | Από το αρχαιοεελληνικό όνομα του δένδρου |
Celsia | Από το όνομα του Olof Celsius (1670-1756) Σουηδού βοτανολόγου καθηγητού στο Πανεπιστήμιο της Ουπσάλα |
Celtis | Το όνομα για το δένδρο χρησιμοποιήθηκε τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην λατινική γλώσσα |
Centaurea | Από τον όνομα του Κένταυρου Χείρωνα, ο οποίος διαπίστωσε τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού |
Centaurium | Από τον όνομα του Κένταυρου Χείρωνα, ο οποίος διαπίστωσε τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού |
Centranthus | Από τις λέξεις "κεντρί" και "άνθος" λόγω του πλήκτρο που υπάρχει στην βάση του μακρού σωλήνα του άνθους |
Cephalantlera | Από το "κεφαλή" και "ανθήρας" αναφέρεται στο σχήμα των ανθήρων |
Cephalaria | Από την λέξη "κεφάλιο", από τα κεφάλια στα οποία είναι διατεταγμένα τα άνθη |
Cerastium | Από την λέξη "κέρας", λόγω του ότι οι κάψες μερικών ειδών ομοιάζουν με κέρατα |
Cerasus | Από την λέξη "κέρασος" που χρησιμοποίησε ο Ξενοφάνης και ο Θεόφραστος για το δένδρο και τον καρπό ή σύμφωνα με άλλους ετυμολόγους από το Ασιατικό όνομα του δένδρου και του καρπού |
Ceratonia | Από την λέξη "κέρατον", από το σχήμα του καρπού |
Ceratophyllum | Από την λέξη "κέρας", λόγω της μορφής των φύλλων |
Cercis | Από το όνομα του φυτού στην αρχαία Ελλάδα το οποίο χρησιμοποίησε ο Θεόφραστος |
Cerinthe | Το όνομα δόθηκε από τον Πλίνιο από την αρχαία Ελληνική λέξη κήρινθος(=τροφή μελισσών) λόγω του μελισσοτροφικού χαρακτήρα του φυτού. |
Cervia | Από το όνομα του Jose Cervi (1663-1748) Ιταλού βοτανολόγου στο πανεπιστήμιο της Πάρμα |
Cestrum | Την λέξη "κέστρον" χρησιμοποίησε ο Διοσκουρίδης για το Stachys officinalis ή μερικά άλλα φυτά |
Ceterach | Από το αραβικό όνομα της φτέρης |
Chaenorhinum | Από τις λέξεις "χαίνω" = χάσκω και "ρίς" = μύτη λόγω του ανοιχτού "στόματος" της στεφάνης |
Chaerophyllum | Από το -χαίρω και -φύλλον με την έννοια των πολλών και αρωματικών φύλλων |
Chamomilla | Από τον Διοσκουρίδη που ονόμασε το φυτό "χαμαίμηλον" για το άρωμα των ανθέων του |
Cheilanthes | Από τις λέξεις "χείλος" = με την έννοια περιθώριο και άνθος αναφερόμενο στο σχήμα του μεμβρανώδους περιβλήματος |
Cheiranthus | Πιθανόν από το αραβικό όνομα του φυτού Keiri ή kheyri, ή από τις λέξεις "χείρ" = χέρι και άνθος (Λινναίος) |
Chelidonium | Από την λέξη "χελιδών" επειδή η άνθηση των φυτών συμπίπτει με την άφιξη των χελιδονιών |
Chenopodoium | Από τις λέξεις "χήν" και πόδι", λόγω της ομοιότητας των φύλλων με πόδι χήνας |
Chionodoxa | Από τις λέξεις "χιών" και "δόξα" λόγω της πρώιμης άνθησης |
Chlamydophora | Αυτός που φέρει χλαμύδα ως ένδυμα, πιθανόν λόγω των μεμβρανωδών βρακτίων του ώριμου άνθους |
Chlora | Από την λέξη "χλωρός" = πρασινοκίτρινος λόγω του χρώματος του φυτού |
Chondrilla | Από την λέξη χόνδρος, την χρησιμοποίησε ο Διοσκουρίδης για τα φυτά που έχουν γαλακτώδη χυμό |
Chrozophora | Από τις λέξεις "χρώ" = βάφω και "φέρω" διότι χρησιμοποιήθηκε ως χρωστική |
Chrysanthemum | Από τις λέξεις "χρυσός" και "άνθος" μια αναφορά για το χρώμα των ανθέων |
Chrysoplenium | Από τις λέξεις "χρυσός" και "σπλήνα", διότι χρησιμοποιήθηκε για θεραπευτικούς σκοπούς σε προβλήματα της σπλήνας |
Chrysopogon | Από τις λέξεις "χρυσός" και "πώγων" = (γενειάδα) παραπέμποντας στον βραχύ επάκριο βότρυ ή στο χρώμα των αγάνων |
Cicer | Από το λατινικό όνομα τους ρεβιθιού (cicer) |
Cichorium | Από την Ελληνική λέξη "κιχωρή" δανεική από την Αιγυπτιακή "kouryeh" ή την Αραβική "chikouryeh" ονομασία του ραδικιού |
Cicuta | Λατινική ονομασία του δηλητηρίου παραπέμποντας στο Conium maculatum |
Cionura | Από τις λέξεις -κύων και -ουρά από το σχήμα των καρπών |
Circaea | Από το όνομα της μυθικής Κίρκης η οποία χρησιμοποιούσε το φυτό για την Παρασκευή μαγικών ζωμών |
Cirsium | Από την λέξη "κιρσός" (=διογκωμένη φλέβα) λόγω της υποτιθέμενης θεραπευτικής χρήσης του φυτού στην αρχαιότητα για την πάθηση |
Cistanche | Από το όνομα του γένους Cistus και την λέξη "άνθος" λόγω της ομοιότητας των ανθέων |
Cistus | Από την λέξη "κύστiς" με την οποία ομοιάζει η κάψα του είδους |
Clematis | Από την λέξη "κλήμα" λόγω των περιελισσόμενων βλαστών |
Cleome | Από την αρχαία Ελληνική λέξη "κλέος" που σημαίνει δόξα λόγω της ωραιότητας των ανθέων |
Clinopodium | Από το -κλίνω και -πόδι, πόδια κρεβατιού με τα οποία υποτίθεται ομοιάζουν τα άνθη |
Clypeola | Από τις λατινικές λέξεις clipeus (=ασπίδα) και -olus (=μικρός) από το ασπιδοειδές σχήμα του καρπού |
Coeloglossum | Από τις λέξεις "κοίλος και "γλώσσα" λόγω του κοίλου πλήκτρου του γλωσσιδίου (lobelum) |
Colchicum | Από το όνομα της αρχαίας πόλις Κολχίδας, η Μήδεια με το δηλητήριο αυτού του φυτού δολοφόνησε τα αδέλφια της (Διοσκουρίδης) |
Colladonia | Από το όνομα του Louis Colladon (1792-1862), Ελβετού βοτανολόγου |
Colutea | Από το λατινικό koluo (=ακρωτηριάζω), διότι υποτίθεται ότι το φυτό ξηραίνεται εάν του κοπούν διακλαδώσεις, ή από το όνομα "κολοιτία" που έδωσε ο Θεόφραστος στο φυτό Cytisus aeolicus |
Comandra | Από τις λέξεις "κώμη" και "ανδρας" λόγω των γενειοφόρων στημόνων |
Conium | Από ελληνική λέξη "κώνειων" που παραπέμπει στην λέξη κώνος λόγω του σχήματος των καρπών |
Conringia | Από το όνομα του Γερμανού φυσικού και φυσιολάτρη Herman Conring (1606-1681) |
Consolida | Από το λατινικό consolidus (=υποστηρίζω) λόγω των φημισμένων ιαματικών ιδιοτήτων του φυτού |
Convallaria | Το όνομα του γένους προέρχεται την λατινική γλώσσα και από το Lilium convallium, κρίνο των κοιλάδων |
Convolvulus | Από την λατινική λέξη convolvo (=περιελίσσομαι) λόγω των βλαστών που περιελίσσονται |
Corallorhiza | Από τις λέξεις "κοράλλι" και "ρίζα" λόγω της ομοιότητας των ριζών με κοράλλι |
Coriandrum | Από την λέξη "κορίαννον" που είχαν στην αρχαία Ελλάδα για τον κόλιανδρο |
Coriaria | Από την λατινική γλώσσα και την λέξη "corium"=δέρμα, μελανή βαφή για δέρματα |
Corispermum | Από τις λέξεις "κόρις" (=κοριός) και "σπέρμα", λόγω του σχήματος των σπόρων |
Cornus | Από την λατινική λέξη cornu (=κέρατο) λόγω της σκληρότητας του ξύλου παρόμοιας του κέρατου |
Coronilla | Το όνομα έδωσε ο βοτανολόγος Mathias De l'Ober από την λέξη "κορώνα" λόγω της μορφής του άνθους που ομοιάζει με κορώνα |
Corrigiola | Σύμφωνα με τον Λινναίο από την λατινική λέξη corrigia (=κορδόνι) λόγω των λεπτοφυών βλαστών |
Corydalis | Από την αρχαιοελληνική λέξη "κορῠδαλλίς" (=κορυδαλλός) λόγω του πλήκτρου του άνθους που παραπέμπει στο λοφίο του πτηνού κορυδαλλός |
Corylus | Από την ομώνυμη λατινική λέξη για την φουντουκιά |
Corylus | Απο την αρχαία λέξη "κόρυλος" που σημαίνει περικεφαλαία, κάλυμμα, από το περίβλημα που καλύπτει τον καρπό |
Cotinus | Από την λατινική γλώσσα και την λέξη cotinus ή cotanus που έδωσε ο Πλίνιος σε δένδρο των Απεννίνων από το οποίο έπερναν ερυθρή βαφή, στην αρχαιοελληνική "κότινος" σημαίνει άγριο κλαδί ελιάς |
Cotoneaster | Από το λατινικό continuum (=δεκαπέντε) πιθανόν λόγω των εντομών των φύλλων |
Cotula | Από την αρχαιοελληνική λέξη "κοτύλη"=(μικρό κύπελλο) αναφερόμενη στο σχήμα του άνθους |
Cotyledon | Από την λέξη "κολλωδών" =(κάτι που έχει το σχήμα κυπέλλου) με το οποίο ομοιάζουν τα φύλλα μερικών ειδών |
Crambe | Από την αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού, κράμβη |
Crassula | Από την λατινική γλώσσα και την λέξη "crassus" που σημαίνει παχύς, παραπέμποντας στα σαρκώδη φύλλα |
Crataegus | Από τον Θεόφραστο και την λέξη "κραταιός" λόγω της σκληρότητας του ξύλου |
Crepis | Από την αρχαιοελληνική "κρέπι" (=σανδάλι, παντόφλα), πιθανόν από το σχήμα του σπόρου (Θεόφραστος) |
Crithmum | Από την λέξη "κριθή" λόγω της μορφής των καρπών που ομοιάζουν με της κριθής |
Crocus | Από την αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού, κρόκος, λόγω του κίτρινου χρώματος των στημόνων |
Crucianella | Παραπομπή στον γένος Cruciata |
Cruciata | Από την λέξη "cross" = διασταυρώνω, λόγω της διάταξης των φύλλων |
Crupina | Όνομα με άγνωστη προέλευση |
Cucurbita | Από την λατινική ονομασία της κολοκύθας |
Cupressus | Από την ομώνυμη Λατινική ονομασία του κυπαρισσιού, η εναλλακτικά από το kuo =(παράγω) και το parisos =(ίσο) λόγω των ισομήκων διακλαδώσεων |
Cuscuta | Από την αραβική ονομασία του φυτού, kechout, kyshuta, kuskut |
Cyclamen | Από το "κύκλος" παραπέμποντας στον καμπυλούμενο μίσχο των καρπών, το σχήμα των φύλλων και το σχήμα των βολβών |
Cydonia | Από τις Κυδωνίες, πόλη της Κρήτης όπου και αυτοφυής από αρχαιοτάτων χρόνων |
Cymbalaria | Από την λατινική λέξη "cymbalum" λόγω της ομοιότητας του σχήματος των φύλλων με το μουσικό όργανο κύμβαλον |
Cynanchum | Από την αρχαιοελληνική λέξη "κυνάγχη" (=κύων και άγχω) (=στραγγαλισμός) λόγω του δηλητηρίου του φυτού και των συμπτωμάτων που προκαλεί |
Cynara | Από την λέξη "κύων" λόγω των σκληρών αγκαθιών του περιβλήματος, παραπέμποντας σε οδόντες σκύλου |
Cynodon | Από τις λέξεις "κύων" =(σκύλος) και "οδόντας" =(δόντι) |
Cynoglossum | Από τις ελληνικές λέξεις κύων (=σκύλος) και γλώσσα λόγω της τραχύτητας των φύλλων (όπως του σκύλου) |
Cynosorus | Από τις λέξεις "κύων" =(σκύλος) και "ουρά" λόγω του σχήματος της ανθοταξίας |
Cyperus | Από την αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού, κύπειρον = φυτό τό των ελών, κύπερος ή κύπερη, που χρησιμοποιούνταν στην εκτροφή αλόγων |
Cypripedium | Από την λέξη "Κύπρις" που στην Κύπρο είναι το όνομα της Αφροδίτης |
Cytinus | Από το "κύτινος" (=άνθος της ροδιάς) εξαιτίας της ομοιότητας των ανθέων του φυτού με τα κλειστά άνθη της ροδιάς |
Cytisus | Από την αρχαιοελληνική λέξη κύτῐσος, είδος ξυλώδους τριφυλλιού πιθανόν της Medicago arborea (Θεόφραστος, Ιπποκράτης) |
Dactylis | Από την λέξη "δάκτυλος" εξαιτίας των διακλαδώσεων του στάχεως που ομοιάζουν με δάκτυλα |
Dactylorhiza | Από την λέξη "δάκτυλο" και "ρίζα" λόγω των δακτυλιόμορφων διογκώσεων των ριζών μερικών ειδών |
Damasonium | Από το αρχαιοελληνικό όνομα που το χρησιμοποιούσαν, σύμφωνα με τον Πλίνιο, για το γένος alisma |
Daphne | Από την Νύμφη Δάφνη που μεταμορφώθηκε σε ροδοδάφνη για να αποφύγει την πολιορκία του Απόλλωνα |
Danthonia | Από το όνομα του Γάλλου βοτανολόγου (ειδικού στα αγροστώδη), φαρμακοποιού και αγρονόμου D.(Etienne) Danthoine (1739-1784) |
Datura | Από το όνομα του φυτού στα Χίντι dhatura ή dhattu στα σανσκριτικά |
Daucus | Από την αρχαιοελληνική λέξη "δαύκος" (=καρότο) |
Delphinium | Το όνομα του φυτού το έδωσε ο Διοσκουρίδης λόγω του σχήματος των νεκταρίων και της (φανταστικής;) ομοιότητας με δελφίνι |
Deschampsia | Προς τιμήν του Gabriel Mathieu d'Erchigny de Clieu (Desclieux) (1687-1774) κυβερνήτη της Γουαδελούπης |
Descurainia | Από το όνομα του Γάλλου Fransois Descurain (1658-1740), φαρμακοποιού, φυσικού και βοτανολόγου |
Dianthus | Από τις λέξεις "Δίας" και "άνθος", λόγω της ωραιότητας του άνθους, το άνθος του Δία |
Dictamnus | Από το όρος Δίκτη της Κρήτης όπου αυτοφύεται το Origanum dictamnus |
Didesmus | Από τις λέξεις "δις" και "δεσμός", λόγω της μορφής των καρπών οι οποίοι είναι ανά 2 στην καρποταξία |
Digitalis | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει δάκτυλο λόγω της μορφής των ανθέων |
Digitaria | Από την λατινική λέξη digitus =(δάκτυλο) από την δακτυλόμορφη ανάπτυξη της ανθοταξίας-καρποταξίας αλλά κι του έρποντος φυλλώματος |
Diplotaxis | Από τις λέξεις "διπλός" και" τάξις" (=σειρά) λόγω της διάταξης των σπόρων σε κάθε χέδρωπα σε δυο σειρές |
Dipsacus | Ή από την λέξη "διψάω" λόγω της συγκέντρωσης σταγόνων νερού στις μασχάλες των φύλλων, ή από την αρχαιοελληνική λέξη "δίψακος" που δόθηκε στην ασθένεια "διαβήτης" λόγω της δίψας που προκαλεί η ασθένεια και της υποτιθέμενης ίασης με την χρήση του φυτού |
Dittrichia | Προς τιμήν του Manfred Dittrich διευθυντή του βοτανικού κήπου του Βερολίνου |
Doronicum | Από το Αραβικό "doroniki", εναλλακτικά από το "δώρον" και "νίκη". Σύμφωνα με το Λινναίο τα "βάρβαρο" αυτό όνομα διατηρήθηκε λόγω της Ελληνικής προφοράς του |
Dorycnium | Από την λέξη "δόρυ", λόγω της εμβάπτισης της αιχμής των στον δηλητηριώδη πολτό του φυτού και της χρήσης των εναντίον του εχθρού |
Draba | Την λέξη χρησιμοποίησε ο Διοσκουρίδης, πιθανόν για το Lepidium draba |
Dracunculus | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει μικρός δράκος λόγω της μορφής των ανθέων |
Drimia | Από την λέξη "δριμύς" λόξω της πικάντικης γεύσης του ριζώματος |
Dryas | Από τις Δραυάδες, νύμφες των δασών της δρυός, επειδή μερικά από τα φύλλα των φυτών ομοιάζουν με αυτά της δρυός |
Drypis | Από την λέξη "δρύπτω" (=σχίζω), λόγω των αγκαθωτών βλαστών |
Dysphania | Από τις λέξεις "δῠσ-" ( αχώριστο προθεματικό μόριο)το οποίο αναιρεί τη θετική σημασία μιας λέξης και την λέξη "αφανής" λόγω του ότι το φυτό περνά απαρατήρητο λόγω της ασημαντότητάς του |
Ebenus | Πιθανόν από το αρχαιοελληνικό όνομα του φυτού "έβενος" ή εναλλακτικά από το λατινικό "ebenus" |
Ecballium | Από την λέξη "εκβάλλω", παραπέμποντας στα σπέρματα που εκτινάσσονται απότομα από την ώριμη κάψα |
Echinochloa | από την λατινική λέξη echin=αχινός, σκαντζόχοιρος και την ελληνική "χλόη" λόγω των αιχμηρών αγάνων και του χλωρού (πράσινου) χρώματος |
Echinophora | Από την Λατινική echino (=αγκάθι) και phora (=φύλλο), από το σχήμα των φύλλων που μοιάζουν με αγκάθια |
Echinops | Από την "εχίνος" =(σκαντζόχοιρος), λόγω της μορφής του κεφαλίου που ομοιάζει με σκαντζόχοιρο |
Echium | Το όνομα δόθηκε από τον Διοσκουρίδη από την λέξη έχιδνα(=οχιά) λόγω της ομοιότητας των σπόρων με την κεφαλή της έχιδνας |
Edraianthus | Από τις Ελληνικές λέξεις -Υδραίος και -άνθος από το όνομα της νήσου όπου και παρατηρήθηκε για πρώτη φορά (Hedraeanthus) |
Elaeagnus | Από τις λέξεις 'ελαία" και "αγνός" λόγω της ομοιότητας των καρπών και του φυλλώματος με της εληάς |
Eleusine | Από την πόλη Ελευσίνα και τα Ελευσίνια μυστήρια, όπου γινόταν μύηση στην λατρεία της θεάς Δήμητρας |
Elymus | Πιθανός από την λέξη "ἔλῡμα, -ατος" = κορμός του αρότρου που επάνω του στερεωνόταν το υνί |
Elytrigia | Από την λέξη "έλυτρον" = κάλυμα, από τον εμφανές κάλυμα στου σταχυδίου |
Emex | Άγνωστης ετυμολογίας |
Enarthrocarpus | Από τις λέξεις "εννέα"+"άρθρο"+"καρπός", λόγω των 9(-10) άρθρων του χέδρωπα |
Ephedra | Από την λέξη "ἐφεδρεύω", επικάθομαι, στηρίζομαι πάνω σε, το όνομα δόθηκε από τον Πλίνιο χωρίς να έχει διευκρισθεί η σημασία του |
Epilobium | Από τις λέξεις "επί" (=επάνω) και "λοβός" από την θέση των πετάλων επί της ωοθήκης |
Epipactis | Την λέξη χρησιμοποίησε ο Θεόφραστος για κάποιο φυτό (που δεν έχει ταυτισθεί) που χρησιμοποιούνταν για το πήξιμο του γάλακτος |
Equisetum | Στην κυριολεξία "ουρά αλόγου", λόγω της ομοιότητας του φυλλοφόρου στελέχους με ουρά αλόγου, "equus" = άλογο και "saeta" = τρίχα |
Erica | Από την αρχαιοελληνική "ερείκη" (Θεόφραστος) |
Erigeron | Από τις λέξεις ήρ (=άνοιξη) και "γέρων" λόγω της πρώιμης ανοιξιάτικης ανθήσεως |
Eriophorum | Από τις λέξεις "έριον" και "φέρω" λόγω του ερίου που φέρουν τα σπέρματα που φέρουν τα "κεφάλια" |
Erodium | Από την λέξη "ερωδιός" που δόθηκε στο φυτό λόγω της ομοιότητας των καρπών με το ράμφος του πτηνού ερωδιός |
Eruca | Το όνομα δόθηκε στο φυτό από τον Columella, Ρωμαίο αγρονόμο τον 1ο αιώνα |
Erucaria | Παραπέμπει στο γένος Eruca |
Erucastrum | Παραπέμπει στο γένος Eruca |
Eryngium | Από την αρχαιοελληνική λέξη "ήρυγγος" που σημαίνει μικρό αγκαθωτό φυτό λόγω των αγκαθιών που έχει |
Erysimum | Το όνομα "ερύσιμον" χρησιμοποίησε ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης, πιθανόν από το "ἐρύω" (=έλκω (από την ασθένεια)) ή "ἔρυσθαι" (=αποκρούω (την ασθένεια)) λόγω των φαρμακευτικών του ιδιοτήτων |
Eucalyptus | Από το "εὖ"=(καλός) και "καλύπτω" παραπέμποντας στην κάψα που καλύπτει τους σπόρους |
Euonymus | Από το "ευ" (=καλός) και "όνομα", την χρησιμοποίησε ο Λινναίος, αυτό που έχει καλό όνομα |
Eupatorium | Από το όνομα του Μιθριδάτη VΙ Eupator (132-63 Π.Χ.) ο οποίος το χρησιμοποίησε ως αντίδοτο σε πολλά δηλητήρια |
Euphorbia | Από το "ευ" (=καλός) και "φέρβω" (=ταΐζω) δηλ. καλή τροφή (Διοσκουρίδης) ή προς τιμήν του Euphorbos, ιατρού του βασιλέα Juba του ΙΙ (50 π.χ.) της Μαυριτανίας |
Euphrasia | Από την λέξη "ευφραίνω" λόγω της υποτιθέμενης χρήσης του φυτού για την θεραπεία της τύφλωσης |
Evax | Από το όνομα του βασιλέα Evax των Αράβων κατά τον 1ο αιώνα, σπουδαστή της ιατρικής |
Fagonia | Προς τιμήν του M.Fagon, Γάλλου πρωτοπόρου ερευνητή της βοτανικής |
Fagus | Από την αρχαιοελληνική λέξη φηγός, ἡ (φᾰγεῖν) για τα δένδρα του είδους από όπου προήλθε και η Λατινική Fagus |
Falcaria | Από το λατινικό falcatus (=δρεπανοειδές) λόγω των λεπτοδοντωτών χειλέων των γραμμοειδών φύλλων που παραλληλίζονται με το δρεπάνι |
Fallopia | Από το όνομα του Gabriele Fallopio (1523-1562) Ιταλού φυσικού και ανατόμου |
Farsetia | Από το όνομα του Filippo Frarseti (1703-1774) Ιταλού βοτανολόγου και καλλιεργητή |
Ferula | Από την λατινική λέξη ferire που σημαίνει ραβδοειδές από τον κατακόρυφο και ρωμαλέο βλαστό του φυτού, όνομα που έδωσε ο Πλίνιος |
Ferulago | Μικρότερο από τα είδη του γένους Ferula |
Festuca | Σύμφωνα με τον Λινναίο προέρχεται από την Κέλτικη λέξη fest που σημαίνει αγρός ή κατ' άλλους συγγραφείς από την λατινική λέξη festucum που σημαίνει "άχυρο, ράβδος". Πιθανόν να σχετίζεται και με την λέξη Ferula που σημαίνει καλάμι ή και ράβδος, παραπέμποντας στΟυς αγροστώδεις βλαστούς. |
Fibigia | Προς τιμήν του Johann Fiebiz (Fibiz) (1758-1792) γερμανού φυσικού καθηγητού στο Mainz |
Ficaria | Από το ficus (=συκιά) λόγω της υποτιθέμενης ομοιότητας των ριζών των 2 φυτών |
Filago | Από τον λατινικό filum (=εριώδες, χνουδωτό) από το χνούδι που καλύπτει τον βλαστό |
Filipendula | Από το λατινικό filum (=νήμα) και pendulus (=κρεμάμενος) λόγω των απλωτών νημάτων των στημόνων |
Flaveria | Από το λατινικό flavus (=κίτρινο) εξαιτίας των κίτρινων ανθέων |
Foeniculum | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει μάραθος (Πλίνιος) |
Fragaria | Από την λατινική ονομασία του φυτού (Πλίνιος), fragum (=φράουλα) |
Frankenia | Προς τιμήν του Johann Franke (1590-1661) καθηγητού της βοτανικής στην Uppsala |
Fraxinus | Από την λέξη "φράζω" λόγω της χρήσης του φυτού για την κατασκευή φρακτών |
Freyera | Από το όνομα του Heinrich Freyer (1802-1866) Αυστριακού φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Fritillaria | Από την λατινική λέξη fritillus (=κύπελλο το οποίο έριχναν τα ζάρια οι Ρωμαίοι) λόγω των μοτίβων που υπάρχουν στα τέπαλα του κρεμάμενου κυπελλοειδούς άνθους |
Fumana | Από λατινικό fumus (=καπνός), παραπέμποντας στο γκριζωπό χρώμα μερικών ειδών του γένους |
Fumaria | Από λατινικό fumarium (=καπνιστήριο), το έδωσε ο Πλίνιος αναφέροντας ότι ο χυμός του φυτού προκαλεί δάκρυα στους οφθαλμούς όπως ο καπνός |
Gagea | Προς τιμήν του Άγγλου Sir Thomas Gage (1781-1820), συλλέκτη φυτών της Ιρλανδίας και Πορτογαλίας |
Galactites | Από την λέξη "γάλα" εξαιτίας των λευκών φλεβών των φύλλων |
Galanthus | Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη "γάλα" και την λέξη "άνθος" υπονοώντας το λευκό χρώμα των λουλουδιών |
Galega | Από την λέξη "γάλα" λόγω της δοξασίας ότι τα αιγοπρόβατα και οι αγελάδες έδιναν περισσότερο γάλα με την κατανάλωση του φυτού |
Galeobdolon | Μπορεί να προέρχεται από τις λατινικές λέξεις "galeo" που σημαίνει καλύπτεται με κράνος και "dolon" που σημαίνει τσιμπήματα μύγας. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "γαλέη" που σημαίνει νυφίτσα και "βδόλος" που σημαίνει μυρωδιά μυρωδιάς (νυφίτσα-ρύγχος) είναι ένα συχνό κοινό όνομα για αυτό το φυτό). |
Galeopsis | Από τις λέγεις "γαλή" (=γάτα) και "όψις" (=μορφή) λόγω της ομοιότητας του ανθοφόρου "κεφαλίου" με κεφάλι γάτας |
Galinsoga | Προς τιμήν του Ignacio Mariano de Galinsoga (1766-1797) Ισπανού φυσικού και βοτανολόγου |
Galium | Από την λέξη "γάλα" διότι μερικά είδη του γένους χρησιμοποιήθηκαν για το πήξιμο το γάλακτος |
Gastridium | Από την λέξη "γαστήρ" στομάχι, από την διογκωμένη βάση των σταχυδίων |
Genista | Από την ομώνυμη λατινική λέξη (=σκούπα) ή την κέλτικη gen (=μικρή σκούπα), λόγω της χρήσης των βλαστών για σκούπισμα |
Gentiana | Σύμφωνα με τον Πλίνιο από το όνομα του Βασιλέα Gentius της Ιλλυρίας ( 2ος αιώνας Π.Χ.) ο οποίος ανακάλυψε τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού, αυτή η εξήγησε δεν γίνεται σήμερα αποδεκτή και πιθανόν να είναι Ιλλυρικής καταγωγής η λέξη |
Gentianella | Παραπομπή στην λέξη Gentiana |
Gentianopsis | Παραπομπή στην λέξη Gentiana |
Geranium | Από την λέξη "γερανός" παραπέμποντας στο ράμφος του πτηνού με το οποίο ομοιάζουν οι καρποί (Διοσκουρίδης) |
Geum | Από την λέξη "γεύμα" επειδή οι ρίζες είναι εδώδιμες |
Gladiolus | Από την λατινική λέξη gladius (=σπαθί) και -olus (=μικρός), λόγω των λογχοειδών φύλλων του φυτού |
Glaucium | Από το "γλαυκός" από το γλαυκοπράσινο χρώμα των φύλλων (Διοσκουρίδης) |
Glebionis | Το όνομα δημιουργήθηκε το 1926 προς τιμήν του Alexandre Henri Gabriel ή εναλλακτικά από την λατινική "gleba" (=χώμα) και την ελληνική Ιωνία της Μ.Ασίας |
Glechoma | Πιθανόν από τον λαϊκό όνομα της άγριας μέντας που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι |
Globularia | Από την λατινική λέξη globus (=σφαίρα, μπάλα), λόγω της μορφής των ανθοφόρων κεφαλίων |
Glycyrrhiza | Από τις λέξεις "γλυκύς" και "ρίζα" λόγω της γλυκύτητας των ριζών που το εκχύλισμά τους χρησιμοποιείται ως αποχρεμπτικό ρόφημα |
Gnaphalium | Από το αρχαιοελληνικό "γνάφαλλον"(=βαμβακώδες, εριώδες) επειδή το φυτό είναι χνουδωτό. |
Gomphocarpus | Από την λέξη "καρπός" και την λέξη "γομφίος" (=κοφτερό δόντι), λόγω του σχήματος του καρπού και των αρκετών οδόντων που έχει |
Gymnadenia | Από το "γυμνός" και "αδήν" επειδή το γυρεόμαγμα δεν έχει κολλώδη ουσία |
Gymnospermium | Από τις λέξεις "γυμνός" και "σπέρμα" λόγω των γυμνών σπερμάτων |
Gypsophila | Από τις λέξεις "γύψος" και "φίλος" λόγω του εδάφους που προτιμά το φυτό |
Halacsya | Προς τιμήν του Αυστριακού βοτανολόγου και μελετητή της Βαλκανικής χλωρίδας Eugen von Halácsy (1842-1913) |
Hedera | Από την λατινική ονομασία του κισσού |
Hedypnois | Από το "υδύπνοος" (=αυτός έχει ευχάριστο ύπνος) από την υποτιθέμενη βοήθεια της ξηράς δρόγης του φυτού για ένα ευχάριστο ύπνο |
Hedysarum | Από την λέξη "ηδύς" (=γλυκός)και την λέξη ἄσωμα"(=οσμή) |
Helianthemum | Από το "ήλιος" και "άνθος" λόγω της στροφής των ανθέων προς τον ήλιο |
Helichrysum | Από το "ήλιος" και "χρυσός" με την έννοια λάμπει σαν τον ήλιο, λόγω του χρώματος του φυτού |
Helinathus | Από την λέξη "ηλίου-άνθος" (=αυτός που στρέφεται προς τον ήλιο) |
Heliotopium | Από τις ελληνικές λέξεις ήλιος και τρέπω λόγω της περιστροφής των ανθών προς το ηλιακό φώς |
Helleborus | Από το "αιρέω" (=αφαιρώ, αρπάζω, σκοτώνω) και "βορά" (=τροφή) λόγω των ισχυρών τοξικών ιδιοτήτων του φυτού |
Hepatica | Από την λέξη "ήπαρ" = συκώτι επειδή το τρίλοβο φύλλο παραπέμπει σε αυτό το ανθρώπινο όργανο |
Heptaptera | Από τις λέξεις -επτά και -πτερά, λόγω του αριθμού των φυλλαρίων του σύνθετου φύλλου |
Heracleum | Από την αρχαιοελληνική Ηρακλείδης, φυσικού, πατέρα του Ιπποκράτη |
Herniaria | Από την λατινική hernia (=κήλη), λόγω τις υποτιθέμενης θεραπείας της με την χρήση του φυτού |
Hesperis | Από την "εσπέρα" (=απόγευμα) λόγω του ότι τα άνθη αναδίδουν άρωμα το απόγευμα |
Heteranthera | Λόγω της ύπαρξης 1 μεγαλύτερου άνθους και 2 μικρών |
Hieracium | Από το "ιέραξ" (=γεράκι) από την υποτιθέμενη βελτίωση της όρασης με την κατανάλωσή του |
Himantoglossum | Από το "ιμάς" και "γλώσσα" εξαιτίας των μακρών βρακτίων της βάσης του άνθους |
Hippocrepis | Από τις λέξεις "ίππος" και "κρηπίς" (=παπούτσι) λόγω του σχήματος του καρπού που ομοιάζει με τις χηλές της οπλής του ίππου |
Hirschfeldia | Από το όνομα του Cristian Cay Hirschfield (1742-1792), Γερμανού φυσιοδίφη |
Holosteum | Από το "όλος" και "οστό", μια αντίφαση για το εύθραυστο του φυτού |
Hordeum | Από την λατινική ονομασία της κριθής ή σύμφωνα με τον Bodaens από την λέξη hordus που σημαίνει βαρύς, επειδή το ψωμί που παρασκευάζονταν από το κριθάρι ήταν πολύ βαρύ |
Hormuzakia | Προέρχεται από το όνομα του Αυστρο-Ρουμάνου φυσιοδίφη Constantin Freiherr von Hormuzaki |
Hornungia | Προς τιμήν του Ernst G.Hornung (1795-1862) Γερμανού φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Humulus | Νεολατινισμός από τα μεσαιωνικά λατινικά για τον λυκίσκο, πιθανώς Γερμανικής προέλευσης, αλλά κατά τον Πλίνιο η ονομασία του προέρχεται από τις λέξεις "humus" = υγρότοπος, λόγω του βιοτόπου και την λέξη "lupus" = λύκος, διότι οι περιελλισσόμενοι βλαστοί καταστρέφουν τα νεαρά δενδρύλια πάνω στα οποία στηρίζονται |
Hydrocotyle | Από τις λέξεις -υδρο και -κοτύλη, λόγω των υγρών βιοτόπων που αναπτύσσεται το φυτό, και του σχήματος κυπέλου των φύλλων που συγκρατούν νερό. |
Hymenonema | Από τις λέξεις "υμένας" (=λεπτή μεμβράνη) λόγω του μεμβρανώδους χείλους των βρακτίων του περιβλήματος και 'νήμα" από το μακρύ νήμα του στύλου |
Hyoscyamus | Από το "ύς" (=χοίρος) και "κύαμος" (=κουκιά), λόγω του δηλητηρίου που περιέχει διότι υπήρχε η δοξασία ότι οι χοίροι ήταν ανθεκτικοί στα αλκαλοειδή του φυτού και δεν προκαλούσαν τον θάνατό τους |
Hyoseris | Από τις λέξεις "ύς" (=χοίρος) και seris (=ραδίκι), αρεστό στους χοίρους |
Hypecoum | Από την αρχαιοελληνική λέξη ὑπ-ήκοος, -ον (ἀκοή) (=αυτός που ακούει) παραπέμποντας στο μικρό του μέγεθος ή στις ναρκωτικές του ιδιότητες |
Hypericum | Από τις λέξεις "υπέρ" (=επάνω) και "εικών" παραπέμποντας στην λαϊκή πρακτική να κρεμούν άνθη του φυτού στις εικόνες για την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων (Διοσκουρίδης) |
Hypochaeris | Από τις λέξεις "υπό" και "χοίρος", ίσως επειδή τα ριζώματα του αρέσουν στους χοίρους |
Hypopitys | Από τις λέξεις "υπό" = κάτω και "πίτυς" = πεύκο, κάτω από το πεύκο, επειδή συχνά φύεται εκεί |
Hyssopus | Από το όνομα που χρησιμοποιούσαν στην Ανατολή για το αρωματικό αυτό φυτό |
Iberis | Από την Ιβηρική χερσόνησο και το όνομα των Ιβήρων που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στους κατοίκους της περιοχής ή από το ίδιο όνομα που έδωσαν σε ασιατικό λαό στον Καύκασο |
Ilex | Από την ονομασία της δρυός στην λατινική γλώσσα |
Illecebrum | Από την λατινική λέξη illecebra (=γοητεύω, δελεάζω) λόγω της ωραιότητας του φυτού |
Impatiens | Από την λατινική λέξη impatient (=ανυπόμονος), λόγω της βίαιης εκτόξευσης των σπερμάτων από τον καρπό, με το παραμικρό άγγιγμα |
Inula | Από την ομώνυμο λατινικό όνομα του φυτού Inula helenium (Πλίνιος) |
Ipomaea | Από τις λέξεις ἴψ (=σκουλήκι) και όμοιος, λόγω ή των περιελισσόμενων βλαστών ή της ευαίσθητης κορυφής του βλαστού που αναζητά στήριγμα |
Iris | Από την λέξη " Ἶρις" (ουράνιο τόξο), παραπέμποντας στα πλούσια χρώματα του άνθους (Θεόφραστος) |
Isatis | Από το αρχαιοελληνικό όνομα του φυτού "ίσατις" που έδινε σκούρα μπλε βαφή |
Isoetes | Από τις λέξεις "ίσος" και "έτος" διότι μερικά είδη παραμένουν αμετάβλητα καθ' όλη την διάρκεια του έτους |
Jankaea | Προς τιμή του Victor Janka von Bulcs (1837-1890) Ούγγρου βοτανολόγου |
Jasione | Πιθανόν από την λέξη "ίασης", το όνομα χρησιμοποίησε πρώτα ο Θεόφραστος ή κατά μια άλλη εκδοχή από τον Ιασίωνα υιό του Δία και της Ηλέκτρας, ή τον μυθικό ήρωα Ιάσωνα, αρχηγό των Αργοναυτών |
Johrenia | Από το όνομα του Γερμανού φυσικού και βοτανολόγου Martin Daniel Johren |
Jonopsidium | Άγνωστης προέλευσης |
Juglans | Από το όνομα του δένδρου και του καρπού στην λατινική γλώσσα, το ποιο πιθανό παραπέμπει στον Δία (Jupiter για τους Ρωμαίους) και την λέξη gland = (βελανίδι) |
Juncus | Από την λατινική λέξη του φυτού που παραπέμπει στην ύφανση ή την καλαθοπλεκτική |
Juniperus | Από την λατινική ονομασία του κέδρου που προήλθε πιθανόν από το junis =(νέος) και parere =(φέρω) επειδή φέρει επάνω του τους παλαιούς καρπούς ενώ εμφανίζονται οι νέοι |
Jurinea | Προς τιμήν του Ελβετού Luis Jurine (1751-1819), φυσικού και ζωολόγου |
Kernera | Προς τιμήν του Γερμανού βοτανολόγου Johann von Kerner (1755-1830) |
Kichxia | Προς τιμήν του Jean Kickx (1775-1831), Βέλγου χημικού και φαρμακοποιού, καθηγητού της ιατρικής στις Βρυξέλλες συγγραφέα της Flora bruxellensis (1812) και του υιού του Jean Kickx (1803-1864), βοτανολόγου, καθηγητού στις Βρυξέλλες και συγγραφέα του έργου Flore cryptogamique des Flandres (1867) |
Knautia | Προς τιμήν του Christian Knaut (1656-1716), Γερμανού φυσικού και βοτανολόγου και του αδελφού του Cristopher knaut (1638-1694), επίσης φυσικού και βοτανολόγου |
Koeleria | Προς τιμήν του George Ludwig Koeler (165-1807), Γερμανού φυσικού και βοτανολόγου, καθηγητού στο Mainz συγγραφέα του έργου Descriptio graminum in Gallia et Germania (1802) |
Kudmannia | Από το όνομα του Johann Cristian Kundmann (1684-1751), Γερμανού συλλέκτη φυτών |
Laburnum | Το όνομα έδωσε ο Πλίνιος, είναι άγνωστης προέλευσης, πιθανόν από τα Ετρουσκικά |
Lactuca | Από τον γαλακτώδη χυμό του φυτού, "et ideo lactucis nomen a lacte….", (Πλίνιος) |
Lagoecia | Από τις λέξεις -λαγός και -οικία, το καλλιεργούσαν στους κήπους ως τροφή των λαγών |
Lagurus | Κυριολεκτικά "ουρά λαγού" λόγω της μορφής της ανθοταξίας-καρποταξίας |
Lamium | Την λέξη "λαιμός" χρησιμοποίησε ο Πλίνιος για το όνομα του γένους λόγω του μακρού σωλήνα του άνθους |
Lamyropsis | Παραπομπή στο Lamium |
Lappula | Πήρε το όνομα από τα άγκιστρα των σπόρων |
Lapsana | Πιθανόν από τα αρχαιοελληνικό "λάπτω" (=πίνω λαίμαργα) ίσως λόγω της δοξασίας ότι αφέψημα του φυτού καθαρίζει το σώμα |
Laser | Υπάρχει ασάφεια, πιθανόν από κόμμι που στην Περσία, Αρμενία κλπ λέγεται Laser, αλλά στην λατινική γλώσσα αρκετά Umbelliferae ονομαζόταν laser |
Laserpitium | Παραπομπή στο Laser |
Lathraea | Από την λέξη "λαθραίος" επειδή το φυτό αναπτύσσεται σε "κρυφά" μέρη |
Lathyrus | Από την αρχαιοελληνική λέξη "λάθῠρος" που χρησιμοποιούνταν για τα σπέρματα του φυτού |
Laurus | Το όνομα το έδωσε στο φυτό ο Πλίνιος, στην λατινική ήταν η ονομασία της Δάφνης |
Lavandula | Από την λατινική lavanda (=πλύσιμο) λόγω της χρήσης του φυτού για αρωματισμό του νερού για πλύση ή μπάνιο |
Lecokia | Από το όνομα του Henri Lecok (1802-1871), Γάλλου βοτανολόγου |
Legousia | Όνομα που δόθηκε προς τιμήν του Legouz de Gerland (1665-1774) ιδρυτή του βοτανικού κήπου της Dijon |
Lemna | Το όνομα έδωσε ο Θεόφραστος γιαυτό το υδρόβιο φυτό |
Lens | Κλασσικό όνομα της φακής στην λατινική γλώσσα |
Leontice | Από την αρχαιοελληνική ονομασία "λεοντική" την οποία και χρησιμοποίησε ο Λινναίος |
Leontodon | Από τις λέξεις "λέων" και "οδόντας" λόγω των βαθέως οδοντωτών φύλλων |
Leonurus | Από το "λέων" και "ουρά" λόγω της μορφής της ταξιανθίας |
Lepidium | Από την λέξη "λεπίς" (=λέπιο, σκάλα) λόγω του σχήματος και της διάταξης των κερατίων στον καρποφόρο άξονα |
Leucanthemum | Λόγω των λευκών ανθέων του γένους |
Leucoium | Από την ελληνική λέξη -λευκός και την λέξη -ίον (μενεξές) |
Ligusticum | Από το όνομα της περιοχής Liguria στην ΒΔ Ιταλία όπου φύεται ένα είδος |
Lilium | Νεολατινισμός από την Ελληνική ονομασία "λείριον" |
Limodorum | Από το "λειμών" και "δώρον" λόγω του ωραίου άνθους |
Limonium | Από το "λειμών", αυτός που φύεται στους λειμώνες |
Linaria | Από το "λίνον" ότι είναι κατασκευασμένο από λινάρι λόγω της ομοιότητας των φύλλων με το λινάρι |
Linum | Από το "λίνον" ότι είναι κατασκευασμένο από λινάρι |
Lippia | Από το όνομα του Augustine Lippi (1678-1705), Γάλλου βοτανολόγου και συλλέκτη φυτών |
Lithodora | Σημαίνει κυριολεκτικά "πέτρινο δώρο", αναφερόμενο στους προτιμώμενους βραχώδεις οικοτόπους |
Lithospermum | Από την αρχαία Ελληνική λέξη λιθόσπερμον λόγω του σχήματος και υφής των σπερμάτων |
Lobularia | Το όνομα δημιουργήθηκε από βοτανολόγους λόγω του σχήματος των κερατίων (γλόμπος-μικρή σφαίρα) |
Lolium | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει χόρτο των αγρών, εναλλακτικά από το Ελληνικό ὀλλύω =(καταστρέφω, απαλλάσσω) |
Lonicera | Προς τιμήν του Adam Lonitzer or Adamus Lonicerus (10 October 1528 – 29 May 1586) Γερμανού βοτανολόγου |
Loranthus | Από την λέξη "lorin" (=λουρί) και την λέξη "άνθος" λόγω της μορφής των πετάλων |
Lotus | Από το όνομα "λωτός" που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε αρκετά φυτά παραπέμποντας στον μυθικό καρπό που με την κατανάλωσή του είχες απώλεια μνήμης |
Lunaria | Από την λατινική λέξη lunaria (=φεγγάρι) με το οποίο ομοιάζουν τα μεμβρανοειδή κεράτια |
Lupinus | Από την λατινική λέξη lupus (=λύκος) εξαιτίας των πικρών σπερμάτων |
Lychnis | Από την λέξη "λύχνος" ίσως επειδή μερικά βαμβακώδη είδη του γένους χρησιμοποιούνταν για το άναμμα του λυχναριού |
Lycium | Από την αρχαιοελληνική ονομασία "λύκιον", από την αρχαία Λυκία της Μικρά Ασίας όπου το φυτό χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο |
Lysimachia | Από το όνομα του Λυσίμαχου, Έλληνα ιατρού (4ος-5ος αιώνας π.χ.) ή από το όνομα του Βασιλέα Λυσίμαχου της Θράκης (360-281 π.χ.) |
Lythrum | Από την αρχαιοελληνική λέξη "λύθρον" (=μολυσμένο αίμα) από το χρώμα των ανθέων μερικών ειδών |
Macrotomia | Από τις Ελληνικές λέξεις -μακρύς και -στόμα λόγω του σωληνοειδούς άνθους του οποίου το στόμιο συνήθως είναι πλατύ |
Malabaila | Από το όνομα του Emmanuel Malabayla (1745-1826), Αυστριακού φιλανθρωπιστή και βοτανολόγου |
Malcolmia | Προς τιμήν του William Malcom (?-1820, σχεδιαστή κήπων |
Malope | Παραπομπή στην λέξη Malva |
Malus | Από την ονομασία του δένδρου και του καρπού στην λατινική γλώσσα |
Malva | Το όνομα το έδωσε ο Πλίνιος από την Ελληνική "μαλάχη" που προήλθε από την λέξη μαλακός λόγω της υφής των φύλλων |
Mandragora | Το φυτό είχε αυτήν την ονομασία σε Ελλάδα και Ρώμη ίσως από την Περσική του ονομασία mardumgia =(το φυτό του άνδρα) από το σχήμα του ριζώματος |
Mantisalca | Πιθανόν αναγραμματισμός του επιθέτου "salmantic" |
Mardenia | Από το όνομα του Βρεττανού ταξιδευτή και συλλέκτη φυτών William Marden (1754-1836) |
Maresia | Προς τιμήν του Γάλλου βοτανολόγου Paul Mares (1826-1900), εξερευνητού της Αλγερίας και των Βαλεαρίδων νήσων |
Marrubium | Από το εβραϊκό marrob (=πικρός) το χρησιμοποίησε ο Πλίνιος |
Matricaria | Από το λατινικό "matrix" (=μήτρα), διότι το εκχύλισμα του φυτού το χρησιμοποιούσαν οι μαίες στον τοκετό |
Matthiola | Προς τιμήν του Pietro Andrea Μatthioli, Ιταλού Ιατρού και βοτανολόγου (1501-1577) |
Medicago | Από την αρχαιοελληνική λέξη Μεδική που δόθηκε στο φυτό από την Media (επαρχίας της Περσίας), χώρας καταγωγής του |
Melampyrum | Από τις λέξεις "μέλας" και "πύρος" (=σιτάρι) επειδή οι σπόροι του φυτού εάν αλεσθούν με το σιτάρι δίνουν μαύρο ψωμί |
Melica | Από την λέξη "μέλι", μελόχορτο |
Melilotus | Μέλι + λωτός (= είδος τριφυλλιού), λόγω των μελισσοτρόφων και αρωματικών ανθέων του |
Melissa | Από την αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού λόγω του μελισσοτροφικού χαρακτήρα του και της χρήσης των φύλλων ενάντια στα τσιμπήματα των μελισσών |
Melittis | Από την αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού λόγω του μελισσοτροφικού χαρακτήρα του |
Mentha | Από το όνομα της νύμφης Μίνθης η οποία εξόργισε τη Περσεφόνη και ο Άδης της έδωσε την μορφή του φυτού |
Mercurialis | Από την ρωμαϊκή ονομασία του θεού Ερμή (Mercury), υιού του Δία και αγγελιοφόρου ο οποίος ανακάλυψε τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού |
Mespilus | Από το "μέση" και "πίλος" (=καπέλο) λόγω του σχήματος των καρπών |
Micromeria | Από το -μικρός και -μέρος, λόγω των πολύ μικρών ανθέων και φύλλων |
Milium | Από το λατινικό όνομα του γένους |
Minuartia | Προς τιμήν του J.Minuart (1683-1768), Ισπανού φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Misopates | Από τον Διοσκουρίδη, πιθανόν από το "απροθυμο να ανοίξει" λόγω της μορφής του άνθους |
Moehringia | Προς τιμήν του Paul Heinrich Gerhand Mohring (1710-1792), Γερμανού φυσικού, ορνιθολόγου και βοτανολόγου |
Moenchia | Προς τιμήν του Conrand Moench (1744-1805), Γερμανού χημικού, φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Molinia | Προς τιμήν του Juan Ignacio Molina (1741-1829) Καθηγητού στην Bologna και συγγραφέα του έργου Saggio sulla storia naturale del Chili (1782) |
Moltkia | Από το όνομα του Δανού νομπελίστα Joachim Godske Moltke (1746-1818) |
Moluccella | Θερήθηκε ότι προέρχεται η ονομασία από τις Μολλούκες νήσους, αλλά η ονομασία του προέρχεται από την ομώνυμη αραβική λέξη που σημαίνει Βασιληάς, η κατάληξη είναι υποκοριστική |
Montia | Από το όνομα του Ιταλού χημικού και βοτανολόγου Giuseppe Monti (1682-1760) καθηγητού στην Bologna και Διευθυντή του βοτανικού της κήπου |
Morus | Από το αρχαιοελληνικό "μώρον", ονομασία του μούρου |
Muscari | Από την λέξη "μόσχος" (=ωραία μυρωδιά), λόγω του αρώματος των ανθέων μερικών ειδών |
Myagrum | Από την αρχαιοελληνική λέξη μυῖα ἡ μύγα, και ἄγρα (=θήραμα), λόγω της χρήσης του φυτού για την παγίδευση των μυγών |
Myosotis | Από τις λέξεις μύς (=ποντικός) και ούς (=αυτί), λόγω της ομοιότητας του τριχωτού φύλλου με αυτί ποντικού |
Myosurus | Από το "μύς" και "ουρά" λόγω της αιχμής του καρπού που ομοιάζει (;) με ουρά ποντικού |
Myrtus | Από το αρχαιοελληνικό "μύρον" =(άρωμα) λόγω των αρωματικών ανθέων |
Najas | Από το όνομα της Ναϊάς, μιας από τις 3 νύμφες των γλυκών νερών |
Narcissus | Η ονομασία δόθηκε από τον Πλίνιο συνδέεται δε με τον μυθολογικό Νάρκισσο ο οποίος θαυμάζοντας την ομορφιά του στην επιφάνεια του νερού, έπεσε και πνίγηκε και στο μέρος όπου πέθανε φύτρωσε το φυτό. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι πήρε το όνομά του από το κυρτούμενο άνθος αντιπροσωπεύοντας τους νέους που προβληματίζονται σκεπτόμενοι. |
Nardus | Από τοην λέξη που χρησιμοποιήθηκε για το φυτό, τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην Ρώμη |
Narthecium | Το ποιο πιθανόν να είναι αναγραμματισός του Anthericum |
Nasturtium | Από τις λατινικές λέξεις "nasus tortus", παραμορφωμένη μύτη, λόγω της δυσάρεστης οσμής του φυτού |
Neatostema | Από τις Ελληνικές λέξεις -νέατος (=χαμηλός) και -στήμων, παραπέμποντας στην θέση των στημόνων |
Neotinea | Για τον Vincenzo Tineo (1791-1856), Ιταλό Βοτανολόγο (1791-1856), καθηγητού στο Παλέρμο, συγγραφέα του Plantarum rariorum Siciliae minus cornitarum pugillus primus (1817) |
Neottia | Δες Neotinea |
Nepeta | Από την ετρουσκική γλώσσα στην οποία το φυτό είχε την ονομασία nepi |
Nerium | Το γένος είναι η λατικοποιημένη μορφή της αρχαίας ελληνικής ονομασίας Νήριον το οποίο εν συνεχεία προέρχεται από την λέξη νερό λόγω του ενδιαιτήματος του φυτού κατά μήκος υδάτινων ροών |
Neslia | Προς τιμήν του Jacque Nikolas de Nesle (1735-1819), Γάλλου φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Nicotiana | Από το όνομα του Jean Nikot (1530-1600) Γάλλου διπλωμάτη και εισαγωγέα καπνού |
Nigella | Από το λατινικό nigellus (=μαύρος) λόγω των μελανών σπερμάτων |
Noaea | Προς τιμήν του Friedrich Wilhelm Noe (1798-1858), Γερμανοαυστριακού φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Nonea | Από το όνομα του Johann Philippe Nonne (1729–72), βοτανολόγου-συγγραφέα και καθηγητή της Ιατρικής στην Γερμανία |
Nothoscordum | Από την Ελληνική λέξη -νόθος (=μη γνήσιος) και την λέξη -σκόρδο |
Nuphar | Από την αρχαία Αραβική ή Περσική λέξη neufar (κρίνο των νερών) |
Nymphaea | Από το όνομα "νύμφη", των νεαρών ακολούθων της θεάς Άρτεμις που τριγύριζαν στις πηγές και τα δάση, από τους υδάτινους βιοτόπους στους οποίους αναπτύσσεται |
Odontites | Aπό την λέξη αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού "οδοντίτης" την οποία και χρησιμοποίησε ο Πλίνιος λόγω της χρήσης του φυτού για την ανακούφιση από τον πονόδοντο |
Oenanthe | Από τις λέξεις -οίνος και -άνθος, λόγω του αρώματος οίνου που αναδίδουν τα άνθη |
Oenothera | Από την λέξη "οίνος" και την λέξη "θήρα"; ή από την λέξη "οινοθήρας" επειδή η χρήση του κατά την παρασκευή του οίνου προκαλεί εύκολο ύπνο |
Olea | Το όνομα για το δένδρο της ελιάς το χρησιμοποίησε πρώτα ο Όμηρος τον 8ο αιώνα π.χ. |
Omphalodes | Από την Ελληνική λέξη ομφαλός λόγω του σχήματος των σπόρων |
Onobrychis | Από τις λέξεις -όνος και "βρύχω" (=τρώγω με θόρυβο), λόγω του ότι το φυτό ως τροφή είναι αρεστό στους όνους |
Ononis | Από την λέξη "όνος" λόγω της οσμής μερικών φυτών με τα περιττώματα όνου |
Onopordum | Από το "όνος" και "πορδή", λόγω του υποτιθέμενου αποτελέσματος μετά την κατανάλωση του φυτού από τους όνους |
Onosma | Το όνομα δόθηκε από τον Δισκουρίδη και προέρχεται από την λέξη -όνος και -οσμή, παραπέμποντας στο ότι έχει οσμή παρόμοια με των όνων |
Ophioglossum | Κυριολεκτικά γλώσσα φιδιού λόγω του σχήματος του ανθοφόρου στελέχους |
Ophrys | Από την λέξη "οφρύς" (=φρύδι) από το τριχωτό γλωσσίδιο (labellum) του γένους |
Opopanax | Από τις λέξεις οπός (=χυμός) και -παν(αξ), διότι ο οπός των φυτών έχει ιαματικές ιδιότητες |
Orchis | Από την λέξη "όρχις" λόγω του σχήματος των κορμοβολβών |
Origanum | Από τις λέξεις "όρος" (=βουνό) και την λέξη "γάνος" (λαμπρότητα, υπερηφάνεια) παραπέμποντας στο ότι κοσμεί τα βουνά με την παρουσία του |
Orlaya | Προς τιμήν του Ρώσου βοτανολόγου και φυσικού Johann Orlay (1770-1827) |
Ornithogalum | Από τις λέξεις ὄρνις και γάλα (=ὀρνίθων γάλα, κάθε αξιοπερίεργη λιχουδιά) λόγω των κατάλευκων ανθέων (Διοσκουρίδης) |
Ornithopus | Από τις λέξεις "όρνις" και "πόδι" επειδή οι χέδρωπες ομοιάζουν με όνυχες πτηνών |
Orobanche | Από το "οροβός" (=βίκος) και άγχω (=πνίγω) λόγω του παρασιτισμού των φυτών και επι του γένους Vicia |
Ostrya | Από το ομώνυμο αρχαιοελληνικό όνομα του φυτού |
Osyris | Πιθανόν από την λέξη "όζος" = κλαδί, βλαστός, λόγω των πολλών διακλαδόσεων του φυτού |
Oxalis | Το όνομα παραπάμπει στην όξινη γεύση του φυτού |
Oxytropis | Aπό την οξεία τρόπιδα του άνθους |
Paeonia | Προς τιμήν του Παίωνος, μαθητή του Ασκληπιού και ιατρού των θεών |
Paliurus | Από την αρχαιοελληνική ονομασία του Paliurus spina-christi |
Pallenis | Από την αρχαία πόλη Παλλήνη όπου και το άγαλμα της Παλλινίδος Αθηνάς |
Pancratium | Το όνομα του γένους προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα και σημαίνει παντοδύναμος, πιθανόν λόγω της ικανότητας του φυτού Pancratium maritimum να αναπτύσσεται σε ακραίες συνθήκες |
Panicum | Από το λατινικό όνομα της Setaria |
Papaver | Από το σανσκριτικό papavara =(δηλητηριώδης χυμός) (Πλίνιος) |
Paracaryum | Από τις Ελληνικές λέξεις -παρα (=δίπλα) και -κάρυο αναφερόμενα στον καρπό |
Parietaria | Από το λατινικό parietarius (επί των τοίχων), λόγω του βιοτόπου του φυτού |
Parnassia | Από το βουνό Παρνασσός, ιερό του Απόλλωνα και των Μουσών |
Paronychia | Από τις λέξεις παρά+όνυχος, λόγω του σχήματος του κάλυκα που ομοιάζει με όνυχα ή χρησιμοποιήθηκε για την θεραπεία προβλημάτων των νυχιών |
Paspalum | Από το αρχαιοελληνικό όνομα του φυτού |
Pastinaca | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει ένα είδος καρότου (Πλίνιος και Κορνήλιος Κέλσιος) |
Pedicularis | Από την λατινική λέξη pediculus (=ψείρα), πίστευαν ότι η κατανάλωση του ξηρού χόρτου μεταδίδει ψείρες στα πρόβατα |
Peganum | Από το όνομα που έδωσε ο θεόφραστος στο φυτό |
Peltaria | Από την λατινική λέξη pelte (=μικρή ασπίδα), από το σχήμα των κερατίων |
Pentaglottis | Από τα λέπια του φάτυγγα της στεφάνης |
Periploca | Από την λέξη περίπλοκος λόγω των αναρριχώμενων βλαστών |
Persicaria | Από το όνομα της ροδακινιάς (persica)λόγω της ομοιότητας των φύλλων |
Petasites | Από την αρχαιοελληνική λέξη "πέτᾰσος" =(πλατύγυρο καπέλο) λόγω των πολύ μεγάλων φύλλων |
Petromarula | Από τις Ελληνικές λέξεις -μαρούλι και -πέτρα, λόγω του βιότόπου του φυτού |
Petrorchagia | Από τις λέξεις "πέτρα" και "ῥᾰγάς" (=ρωγμή) από τον βιότοπο του φυτού |
Peucedanum | Από τις λέξεις -πεύκο και -έδανον (=επίθεμα), λόγω και της ρητινώδους οσμής των σπερμάτων |
Phagnalon | Αναγραμματισμός του Gnaphalon, λόγω της ομοιότητας των φυτών. Ο βοτανολόγος Cassini έδωσε πολλές φορές αυθαίρετα ονόματα |
Phalaris | Από την αρχαιοελληνική λέξη "φᾰλᾱρίς", πτηνό με φαλακρό λευκό κεφάλι παραπέμποντας στα λευκά άνθη των στάχεων του γένους |
Phelypaea | Από το όνομα του Γάλλου πολιτικού και εξερευνητή Louis Phelypeaux (1643-1727) |
Phlomis | Από την αρχαιοελληνική λέξη που έδωσε ο Θεόφραστος στο φυτό (φλόμος-φλομίς) |
Phyteuma | Από την αρχαία Ελληνική λέξη "φύτευμα", εκεί που φύεται το φυτό |
Picnomon | Από τις λέξεις "πυκνός" και "νομός", επειδή υπάρχει σε αφθονία στους βοσκοτόπους, ή κατά τον M.Adanson (Families des Plantes) εκ του "πικρός" και "νομός" λόγω του ότι φύεται σε υγροτόπους |
Picris | Από την λέξη "πικρός", λόγω της πικρής γεύσης του χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα στις σαλάτες (Θεόφραστος) |
Pilosella | Από την Ελληνική λέξη "πίλος" (= τριχωτό, εριώδες) ή την Λατινική "pilosus" με την ίδια έννοια |
Pimpinella | Το πιο πιθανό είναι το όνομα να δημιουργήθηκε από βοτανολόγους, σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς προέρχεται από την μεσαιωνική λατινική γλώσσα και την λέξη pipinella (=πεπόνι, κολοκύθα) ή την λέξη pampinus (=βλαστός, κληματόβεργα) |
Pinguicula | Το όνομα Pinguicula προέρχεται από έναν όρο που επινοήθηκε από τον Conrad Gesner, ο οποίος στο έργο του του 1561 με τίτλο Horti Germaniae σχολίασε τα λαμπερά φύλλα: "propter pinguia et tenera folia ..." (λατινικά pinguis, "fat"). Η κοινή ονομασία "butterwort" αντικατοπτρίζει αυτό το χαρακτηριστικό |
Pinus | Λατινικό όνομα του πεύκου |
Pistacia | Από το Λατινικό "pistacium" ή το ελληνικό πιστάκιον(=φιστίκι) |
Pisum | Από την αρχαιοελληνική λέξη "πίσον" που χρησιμοποιούσαν για το μπιζέλι (Θεόφραστος), αναφέρεται η λέξη και σε γραπτά του Αισχύλου |
Plantago | Από τον Πλίνιο, plant+ago (=φυτό+βοηθώ) λόγω των φαρμακευτικών ιδιοτήτων του γένους |
Platanthera | Από το "πλατύς" και ανθήρας", λόγω του σχήματος των ανθήρων |
Platanus | Από την λέξη "πλατύς" λόγω του μεγέθους των φύλλων, η ονομασία για το φυτό χρησιμοποιήθηκε από τον Θεόφραστι και τον Διοσκουρίδη |
Plumbago | Από την ομώνυμη λατινική λέξη (=χρώμα μολύβδου) λόγω του χρώματος των ανθέων |
Poa | Από την αρχαιοελληνική λέξη "πόα" = (χλόη, γρασίδι) |
Podospermum | Από τις λέξεις "πούς" (=πόδι) και "σπέρμα" λόγω του σχήματος των σπόρων |
Polycarpon | Από την λέξη πολύ-καρπός, λόγω του πλήθους καρπών της καρποταξίας |
Polycnemum | Από το "πολύς" και "κνήμη" (=άκρο), λόγω των πολλών ακτινόμορφων διακλαδώσεων του φυτού |
Polygala | Από τον Διοσκουρίδη για την βελτιωμένη γαλακτοπαραγωγή στα βοοειδή που τρέφονταν με το φυτό |
Polygonatum | Από τα πολλά μεσογονάτια του ριζώματος |
Polygonum | Η ονομασία προήλθε από τις πολλές γωνίες των μακρών βλαστών των φυτών |
Polypodium | Από τις πολλές διακλαδώσεις του ριζώματος |
Polypogon | Από το σχήμα και την μορφή της ανθοταξίας-καρποταξίας |
Populus | Από την ομώνυμη λατινική λέξη "δένδρο του λαού", λόγω της ευρείας εξάπλωσής του |
Portulaca | Από την την λατινική λέξη portula (=μικρή πόρτα) παραπέμποντας στον καρπό που ανοίγει με πώμα |
Potentilla | Από την λατινική λέξη potens =(ακμαίος, δυνατός) παραπέμποντας στις φαρμακευτικές και στυπτικές ιδιότητες μερικών ειδών |
Prangos | Από το όνομα που έχει το φυτό στο Afghanistan, όνομα όμως κοινό στις Ανατολικές Ινδίες |
Prasium | Από το λατινικό όνομα του φυτού (Πλίνιος) το οποίο προήλθε από την ονομασία "πράσιον" που έδωσε στο γένος ο Διοσκουρίδης |
Prenanthes | Από την λέξη "πρηνής" (=με το πρόσωπο προς τα κάτω) και την λέξη "άνθος" λόγω των κρεμαστών ανθέων |
Primula | Από το λατινικό primus (=πρώιμος) λόγω της πρώιμης ανθήσεως του φυτού |
Prunella | Από το λατινικό prunum (=δαμάσκηνο) λόγω του χρώματος των ανθέων, ή εναλλακτικά από το Γερμανικό brunella εξαιτίας των οδόντων του φάρυγγα του άνθους, ασθένειες του οποίου θεραπεύει |
Prunus | Από το όνομα που έδωσε στο φυτό ο Πλίνιος, αλλά η λέξη δεν είναι μητρική λατινική αλλά ένα δάνειο από την Ελληνική λέξη "προύμνη" η οποία προέρχεται από την προελληνική γλώσσα της Μικράς Ασίας με αρκετές επιρροές από την Φρυγική γλώσσα |
Ptilostemon | Από τις λέξεις "πτίλον" (=φτερό) και "στήμων" λόγω της μορφής των στημόνων |
Pulicaria | Από την Λατινική λέξη pulex (=ψύλλος), επειδή χρησιμοποιούνταν σαν απωθητικό των ψύλλων |
Pulmonaria | Από την λατινική λέξη Pulmus (=πνεύμονας), την εποχή της μαγείας θεωρήθηκε ότι το σχήμα και οι κηλίδες των φύλλων ομοιάζουν με τους πνεύμονες και χρησιμοποιήθηκε για την θεραπεία των παθήσεων των πνευμόνων. |
Pulsatilla | Από την λατινική λέξη "pulsus"= κινώ, από την κίνηση των ανθέων με τον άνεμο |
Punica | Από την λατινική ονομασία του δένδρου και του καρπού |
Pyracantha | Από το "πύρ" και "άκανθα" πιθανόν λόγω των αγκαθωτών βλαστών (Διοσκουρίδης) |
Pyrola | Πιθανόν από το pear-like (=αχλαδόμορφο) των λόγω των παρόμοιων φύλλων |
Pyrus | Από την αρχαιολατινική λέξη pirus ή την κέλτικη λέξη peren |
Quercus | Το όνομα το έδωσε στο φυτό ο Πλίνιος από το αρχαίο λατινικό όνομα του φυτού, αλλά η προέλευση είναι αβέβαια |
Radiola | Από το λατινικό radiolus (=μικρή ακτίνα), από τον τρόπο που ανοίγει η κάψα |
Ramonda | Προς τιμήν του Γάλλου βοτανολόγου και ταξιδευτή M.L.Ramond (1755-1827) |
Ranunculus | Από την λατινική γλώσσα, rana (=βάτραχος) και -ulus (=μικρός), από τους υγρούς βιοτόπους που αναπτύσσονται ορισμένα είδη |
Raphanus | Από την αρχαία ονομασία του φυτού "ράφανος" (Θεόφραστος, Ιπποκράτης) |
Rapistrum | Πιθανόν από την λέξη rapa (=γογγύλι) λόγω των παρόμοιων φύλλων και της λέξης "άστρον" λόγω της ταχείας ανάπτυξης |
Reichardia | Προς τιμήν του John James Reichard βοτανολόγου και συγγραφέα (1743-1782) |
Reseda | Από την λατινική γλώσσα (Πλίνιος), re (=ξανά) sedare (=καταπραΰνω) λόγω των θεραπευτικών ιδιοτήτων του φυτού |
Rhagadiolus | Από την λέξη "ραγάς" (=σχισμή), λόγω των τμημάτων του κάλυκα τα οποία διαιρούνται κατά την καρποφορία |
Rhamnus | Νεολατινισμός από την αρχαοελληνική του ονομασία |
Rhazya | Από το όνομα του Muhammad ibn Zakariya al Razi (850-925) φυσικού, μεταφραστή και συγγραφέα |
Rhinanthus | Από τις λέξεις "ρίν" (=μύτη) και "άνθος" λόγω του σχήματος των ανθέων |
Rhodalsine | Πιθανόν από τις λέξεις "ρόδον" και "αλσίνη" =(ονομασία της Parietaria) |
Rhododendron | Από τις λέξεις "ρόδον" και "δένδρο", λόγω του μεγέθους και της ωραιότητας των ανθέων |
Rhus | Νεολατινισμός από την αρχαοελληνική του ονομασία |
Ribes | Από την λατινική γλώσσα ribes, Από την αραβική rībās, Συριακή rhubarb, Περσική rivâs |
Ricotia | Άγνωστης προέλευσης |
Ridolfia | Από το όνομα του Ιταλού πολιτικού και αγρονόμου Cosimo Ridolfi (1794-1865) |
Rindera | Από το όνομα του Ρώσου φυσικού και συλλέκτη φυτών A.Rinder |
Robinia | Από το όνομα του Jean Robin (1550-1629), Γάλλου φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Rochelia | Προς τιμήν του Αυστριακού βοτανολόγου Anton Rochel (1770-1847) |
Roemeria | Από το όνομα του Johann Roemer (1763-1819) Ελβετού βοτανολόγου, εντομολόγου και φυσικού |
Romulea | Από το όνομα του Romulus, πρώτου Βασιλέα της Ρώμης (πρόσωπο υπαρκτό ή και μυθική φιγούρα) |
Rorippa | Από την αγγλοσαξωνική λέξη rorippen (=αυτοί που χάθηκαν), ίσως λόγω των υγρών βιοτόπων ανάπτυξης του γένους |
Rosa | Από το όνομα που έχει τα φυτό σε αρκετές γλώσσες με διάφορες παραλλαγές |
Rosmarinus | Το όνομα έδωσε ο Ρωμαίος αγρονόμος Columella τον πρώτο αιώνα λόγω του αρώματός του, από το ros =(δροσιά) και marinus =(θάλασσα) |
Rosularia | Μικρό ρόδο, από την λέξη rosa, λόγω της διάταξης των φύλλων |
Rubia | Από το λατινικό herbam rubiam λόγω της χρήσης των ριζών για την δημιουργία ερυθρής βαφής (Πλίνιος, Βιργίλιος) |
Rubus | Από την λατινική λέξη rubus (=ερυθρός), (Πλίνiος, Βιργίλιος, Οράτιος κλπ) |
Ruppia | Για τον Heinrich Bernhard Rupp (1688-1719) γερμανό φυσικό και βοτανολόγο |
Ruta | Από το ῥύομαι (=σύροντας βγάζω απ' τον κίνδυνο, σώζω, λυτρώνω) λόγω των φαρμακευτικών ιδιοτήτων του φυτού |
Sagina | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει εναποθέτω λίπος, ίσως λόγω της υποτιθέμενης θρεπτικής αξίας του φυτού |
Sagittaria | Από την λατινική λέξη sagittarius (=βελοειδές) λόγω του σχήματος των φύλλων |
Salicornia | Από την αραβική ονομασία του φυτού (sala-al-qarab)(Λινναίος) |
Salix | Από το λατινικό όνομα της λεύκας |
Salsora | Από την λατινική λέξη salsus (=αλατισμένος), λόγω των αλατούχων εδαφών που προτιμά το φυτό |
Salvia | Από το όνομα που έδωσε στο φυτό ο Πλίνιος, το οποίο είναι δανεισμένο από την Ακκαδική λέξη salmu (=βοηθώ), την αρχαία Ινδική sarvah και την αρχαία Περσική haruba (Λινναίος) |
Sambucus | Αβέβαιη η προέλευση του ονόματος, πιθανόν από το έγχορδο μουσικό όργανο "σαμβύκη" των αρχαίων Ελλήνων ή από την αραμαϊκή λέξη sabbekha |
Samolus | Το Samolus πιστεύεται ότι είναι μια λατινική λέξη κελτικής προέλευσης που αναφέρεται στην θεραπευτική δύναμη του φυτού |
Sanicula | Από την λατινική λέξη sanus που σημαίνει υγιής, λόγω της φαρμακευτικής χρήσης της S.europaea |
Sanquisorba | Όνομα που δημιουργήθηκε από βοτανολόγους από το sanquis (=αίμα) και sorbeo (=απορροφώ), λόγω των αιμοστατικών ιδιοτήτων του φυτού |
Saponaria | Από την λατινική λέξη sapo (=σαπούνι), τα φύλλα του φυτού σε ανάμιξή τους με το νερό δημιουργούν αφρό |
Satureia | Από την ομώνυμη λατινική λέξη (=νόστιμος) λόγω της χρήσης του ως αρτύματος |
Saxifraga | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που κυριολεκτικά σημαίνει 'σπάσιμο βράχων" παραπέμποντας στην χρήση του φυτού για την θεραπεία της νεφρολιθίασης |
Scabiosa | Από την λατινική λέξη scabie (έκζεμα), τα φύλλα των φυτών χρησιμοποιούνταν για την θεραπεία του |
Scaligeria | Από το όνομα του Julius Caesar Scaliger (1484-1558), Ιταλού φυσικού που ασχολήθηκε με τις μελέτες του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου |
Scandix | Από όνομα που έδωσε ο Θεόφραστος στο αρωματικό αυτό χόρτο (σκάνδιξ=καυκαλίθρα) |
Schinus | Από το ελληνικό όνομα σχίνος (=μαστιχόδενδρο) |
Scleranthus | Από τις λέξεις σκληρός και άνθος λόγω του ξηρού κάλυκα |
Sclilla | Μάλλον δανεική από την πρωτοελλαδική λέξη σκίλλα |
Scolymus | Από την αρχαιοελληνική λέξη "σκόλῠμος", είδος εδώδιμης αγκινάρας (Πλίνιος) |
Scorpiurus | Από την λέξη σκορπιός λόγω του σχήματος του χέδρωπα που ομοιάζει με ουρά σκορπιού |
Scorzonera | Από την λατινική λέξη scorza (=φλοιός)και την επίσης λατινική nera (=μελανή), λόγω της μελανής ρίζας του φυτού |
Scrophularia | Από την λατινική λέξη "scrophulae" = διόγκωση, από τους αδένες του φάρυγγα του άνθους |
Scutellaria | Από το λατινικό scutellum (=μικρό κύπελλο), από την μορφή του κάλυκα |
Secale | Από την ομώνυμη λατινική λέξη για την σίκαλη η οποία πιθανόν να προήλθε από την Ακκαδική γλώσσα (se'u, sehu) |
Securigera | Από τις λατινικές λέξεις "securiger" και "gerum" που σημαίνουν αιχμή τσεκουριού, σύμφωνα με τους ετυμολόγους λογω του σχήματος μερικών οργάνων |
Sedum | Από την ομώνυμη λατινική λέξη που σημαίνει "ανακουφίζω" για την δοξασία ότι τα φύλλα των φυτών ανακούφιζαν τον πόνο από πληγές |
Selinum | Από την λέξη σέλινο που χρησιμοποιούσαν για το φυτό στην αρχαία Ελλάδα από τον Θεόφραστο |
Sempervivum | Από ο λατινικό semper (=αειθαλές), για την επιμονή του φυτού στο να διατηρείται στην ζωή σε αντίξοες συνθήκες |
Senecio | Λατινικά senecio, senecionis, αρχαίο όνομα του φυτού, ονομαζόταν επίσης erigeron από τον Πλίνιο. Η ονομασία προήλθε από την Λατινική λέξη senex, senis (=γέρος), παραπέμποντας στον λευκό πάππο των αχαινίων |
Serapias | Το όνομα έδωσε ο Διοσκουρίδης από τον Ελληνοαιγυπτιακό θεό "Σέραπι' |
Seseli | Από την αρχαιοελληνική λέξη που είχε δοθεί στο γένος |
Sherardia | Από το όνομα του William Sherard (1659-1728), Άγγλου Βοτανολόγου και διπλωμάτη |
Sibthorpia | Από το όνομα του Humphty Sibthorp (1713-1797), Άγγλου βοτανολόγου ερευνητή της Βαλκανικής χλωρίδας |
Sideritis | Από την λέξη σίδηρος λόγω της υποτιθέμενης ιδιότητας του φυτού να θεραπεύει πληγές από σπαθιά (Διοσκουρίδης) |
Silene | Από τον Σειληνό, πιστό σύντροφο του Διονύσου, λόγω του διογκωμένου κάλυκα του άνθους παραπέμποντας στον σωματότυπο αυτών που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες οίνου, αν και μερικοί συγγραφείς θεωρούν πιο σωστό να προέρχεται από την λέξη σίελος (=σάλιο) λόγω της κολλώδους ουσίας που εκκρίνουν στην βάση του μίσχου μερικά είδη |
Silybum | Από την αρχαιοελληνική λέξη "σίλυβον" λόγω των εδώδιμων ανθοφόρων βλαστών (Διοσκουρίδης) |
Sinapis | Από αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού "σινάπι" (=μουστάρδα) |
Sison | Ο Διοσκουρίδης έδωσε το όνομα στο γένος από το είδος Sison amomum που χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα στα φαγητά ή σύμφωνα με άλλους από την κελτική λέξη sisum(=ροή νερού) λόγω του βιοτόπου του γένους |
Sisymbrium | Από το αρχαιοελληνικό "σίσυμβρον" που δόθηκε σε ένα απροσδιόριστο αρωματικό φυτό, πιθανόν του γένους mentha |
Sium | Από το αρχαιοελληνικό όνομα του φυτού |
Smilax | Από το αρχαιοελληνικό όνομα του φυτού |
Smyrnium | Από την λέξη "σμύρνο" (= αρωματικό φυτό) λόγω του έντονου αρώματος των φυτών του γένους |
Solanum | Το όνομα αυτό χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Aulus Cornelius Celsus το 1478 στο βιβλίο του De medicina για το Solanum nigrum, το όνομα υιοθέτησε ο Πλίνιος για το γένος Solanum. Η αρχική ονομασία πιθανόν να προήλθε από την Λατινική λέξη solor (=ανακουφίζω), λόγω των φαρμακευτικών ιδιοτήτων του φυτού |
Soldanella | Από το Ρωμαϊκό νόμισμα soldus με το οποίο ομοίαζαν τα φύλλα μερικών ειδών |
Solenanthus | Από την Ελληνική λέξη σωλήνας, λόγω του σχήματος των ανθέων |
Solenopsis | Από τις Ελληνικές λέξεις -σωλήν και -όψις λόγω του σωλήνα του άνθους |
Solidago | Από την Λατινική λέξη solido (=να εννοούν, να ενισχυθούν) λόγω των φαρμακευτικών ιδιοτήτων του |
Sonchus | Από την Ελληνική λέξη "σόγχος" που έδωσε ο Θεόφραστος στο φυτό λόγω του σπογγώδους βλαστού ορισμένων ειδών |
Sorbus | Από την ομώνυμη λατινική ονομασία του φυτού (sor-ser=ερυθρός, καστανός) λόγω του χρώματος των ριζών |
Sorghum | Από την λατινική ονομασία του σόργου "suricum granum" =(καλλιεργείται στην Συρία), (10ος αιώνας) ή σύμφωνα με άλλους (Caspar Bauchin (1560-1624) Ελβετός βοτανολόγος)) από την Ινδική λέξη sorghi που δόθηκε σε ένα από τα είδη |
Spartium | Από την αρχαιοελληνική λέξη "σπάρτον" (=σχοινί) λόγω της χρήσης των βλαστών για την κατασκευή σχοινιών |
Spergula | Από την μεσαιωνική λατινική λέξη spurry (=διαδίδω) και την νεολατινική spargo (=διαδίδω, σκορπώ), λόγω των πολλών σπερμάτων του φυτού ( η κατάληξη -ula είναι μειωτικό επίθημα) |
Spergularia | Σαραπομπή στο Spergula |
Spiraea | Από την λέξη "σπείρα" λόγω της χρήσης των βλαστών για την δημιουργία στεφανιών |
Spiranthes | Λόγω της σπειροειδούς διάταξης των ανθέων επί της ταξιανθίας |
Stachys | Από την ομοιότητα των ταξιανθιών με αυτές των αγρωστωδών (Διοσκουρίδης) |
Staehelina | Προς τιμήν του Bededict Staechelin, Ελβετού βοτανολόγου |
Stefanoffia | Από το όνομα του Βούλγαρου Boris Stefanov (1894-1979) καθηγητού της Βοτανικής |
Stellaria | Από την νεολατινική λέξη stella(=άστρο) λόγω της ανοικτής στεφάνης του άνθους |
Sternbergia | Είδος αφιερωμένο στον Caspar (Kaspar) Maria von Sternberg (1761-1838), Βοημό βοτανικό που θεωρείται ιδρυτής του κλάδου της Παλαιοβοτανικής |
Suadea | Από την αραβική ονομασία της Suadea vera |
Symphytum | Από τις Ελληνικές λέξεις σύμφυσης(=ένωσης) και φυτό, διότι τα φυτά του γένους φύονται σε ομάδες |
Tamarix | Από το λατινικό όνομα του φυτού, προερχόμενο από την Ισπανία και την περιοχή του ποταμού Tamaris |
Tanacetum | Από την λατινική λέξη tanaceta που προέρχεται από την Ελληνική "αθανασία" λόγω των σχεδόν αμάραντων ανθέων |
Taraxacum | Από το Περσικό tarashqum, το Αραβικό tarahshaqum που σημαίνουν "πικρό βότανο", από το Ελληνικό "ταράσσω" λόγω της πικρής του γεύσης |
Taxus | Από το λατινικό όνομα του δένδρου |
Teesdalia | Προς τιμήν του Robert Teesdale (1740-1804), Άγγλου βοτανολόγου |
Telephium | Από το όνομα του Τέλεφου, υιού του Ηρακλή (Λινναίος) |
Tetragonolobus | Από την μορφή του χέδρωπα ο οποίος έχει 4 πτερύγια |
Teucrium | Από το όνομα του Τεύκρου μυθικού βασιλέα της Τροίας, ο οποίος βρήκε το φυτό στην Σαλαμίνα της Κύπρου και διεπίστωσε τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού (Διοσκουρίδης) |
Thalichtrum | Από το "θάλλω" (= ανθίζω, ακμάζω, ευδοκιμώ) λόγω των ζωηρά πράσινων νεαρών βλαστών |
Thapsia | Από το όνομα της ομώνυμης πόλης στην Σικελία (Θάψος) όπου το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή κίτρινης βαφής |
Thesium | Από την λατινική λέξη thesion, ένα όνομα που δόθηκε σε είδη του γένους (Thesium linaria), σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς το όνομα προέρχεται από το όνομα του Οδυσσέα (Θησέα), υιού του Αιγέα και της Αίθρας ( Carl Linnaeus- Species Plantarum,Helmut Genaust-Etymologisches Wörterbuch der botanischen Pflanzennamen) |
Thlaspi | Πιθανόν από το "θλάω" (=σπάζω) λόγω των πεπλατυσμένων, σχεδόν κυκλικών συμπιεσμένων σπερμάτων που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο της μουστάρδας. |
Thymbra | Την λέξη "θύμβρα" την αναφέρει ο Διοσκουρίδης, "θύμβρα· και αὐτὴ γνώριμος, γεννωμένη ἐν λεπτογείοις καὶ τραχέσι τόποις, ὁμοία θύμῳ, ἐλάσσων μέντοι καὶ ἁπαλωτέρα, φέρουσα στάχυν ἄνθους μεστόν, ἔγχλωρον" |
Thymelaea | Από τις λέξεις "θύμος" (λόγω του βιοτόπου του, παρόμοιου με τα φυτά του γένους Thymus) και "ελαία" (λόγω των γραμμοειδών-λογχοιειδών φύλλων, παρόμοιων με της Daphne oleoides), η λέξη θυμελαία χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελλάδα και για ένα είδος δάφνης |
Thymus | Από το "θύω" (=προσφέρω μέρος του γεύματος στον θεό) λόγω της χρήσης για αρωματισμό των προσφερομένων στους θεούς |
Tilia | Από το ομώνυμο λατινικό όνομα του φυτού (Πλίνιος) |
Tillaea | Από το όνομα του Ιταλού βοτανολόγου Michelangelo Tilli (1655-1740) |
Tolpis | Άγνωστη προέλευση, υπάρχει μια εκδοχή ότι προέρχεται από την "τολύπη" λόγω του σχήματος του κεφαλίου |
Tordylium | Το όνομα δόθηκε από τον Διοσκουρίδη από τις λέξεις -τόρνος και -ίλλω (=περιστρέφω) ίσως λόγω της μορφής των καρπών |
Torilis | Το όνομα δόθηκε από τον Michel Adanson (1727-1806), και σημαίνει σκοτεινός |
Trachystemon | Από την Ελληνική λέξη τραχύς και στήμων λόγω της τραχύτητας των στημόνων |
Tragopogon | Από τις λέξεις "τράγος" και "πώγων" (=γένια) λόγω του μεγάλου πάππου των αχαινίων |
Tribulus | Από το όνομα που έδωσε στο φυτό ο Θεόφραστος λόγω των αγκαθωτών καρπών που ομοίαζαν με το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν εναντίον του ιππικού του εχθρού |
Trifolium | Από το Ελληνικό "τρίφυλλον", νεολατινικά tri (=τρία) και folium (φύλλον)-Πλίνιος |
Trigonella | Από το "τρία" και "γωνία" λόγω του τριγωνικού σχήματος της στεφάνης σε κάτοψη |
Trinia | Από το όνομα του Carl von Trinius (1778-1844), Γερμανού φυσικού και βοτανολόγου |
Tripleurospermum | Πήρε το όνομα λόγω των τριών πλευρών του αχαινίου |
Triticum | Από το λατινικό tritum =(τρίβω) παραπέμποντας στην άλεση των σπόρων |
Tubelaria | Το όνομα δόθηκε από βοτανολόγους λόγω της διογκωμένης ρίζας από την λατινική λέξη tuber = (διογκώνω) |
Tulipa | Από την περσική λέξη thoulyban ή την τουρκική tulbend λόγω της ομοιότητας του μόλις ανοικτού περιανθίου με τουρμπάνι |
Tunica | Από την ομώνυμη λατινική λέξη tunica =(καλύπτω, μεμβράνη) παραπέμποντας στα βράκτια που καλύπτουν τον κάλυκα |
Turgenia | Από το λατινικό turgeo που σημαίνει διογκωμένος λόγω του σχήματος του καρπού |
Tussilago | Από την λατινική λέξη tussis (=βήχας), λόγω της χρήσης του φυτού για την καταπολέμησή του |
Tyrimnus | Το πιθανότερο από την αρχαία Τύριμνο, πόλη της Λυδίας και όχι από την λέξη "τυρός" (=τυρί) |
Urginea | Από το όνομα του Beni Urgin Αφροάραβα φυλάρχου στην Αλγερία που ερεύνησε τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού |
Urospermum | Από τις λέξεις "ουρά" και "σπέρμα (=σπόρος), λόγω του μακρού ράμφους του αχαινίου |
Urtica | Από το λατινικό uro (=ερεθίζω, καίω) από τον ερεθισμό που προκαλεί στο δέρμα η επαφή με το φυτό (Πλίνιος) |
Urticularia | Από το λατινικό urticulus (=κύστη) από τις μικρές κύστεις-παγίδες που έχουν οι βλαστοί του υδρόβιου αυτού φυτού |
Vaccaria | Από την λατινική vacca (=αγελάδα) λόγω της υποτιθέμενης θρεπτικής αξίας του φυτού για την αύξηση της γαλακτοπαραγωγής |
Vaccinium | Πιθανόν από το αρχαίο λατινικό όνομα του φυτού |
Valantia | Από το όνομα του Βastian Vaillant (1669-1722), Γάλλου βοτανολόγου, επί Λουδοβίκου XIV |
Valeriana | Από το λατινικό valere (=σθένος, δύναμη) για τις θεραπευτικές ιδιότητες (νευρασθένεια, υστερία) ή από το όνομα του Βασιλέα Valerius, προστάτη των βοτανολόγων |
Velezia | Προς τιμή του Cristobal Velez (1710-1753), Ισπανού φαρμακοποιού και βοτανολόγου |
Verbascum | Από την λατινική ονομασία του φυτού που παραπέμπει στο αρχαιολατινικό όνομα barbascum (Πλίνιος) |
Verbena | Από την κέλτικη λέξη fer (=μετακινώ) και την faen (=πέτρα) λόγω της χρήσης του για τα προβλήματα της ουροδόχου κύστεως |
Veronica | Ο Λινναίος επέλεξε το όνομα του γένους από την ονομασία του φυτού σε πολλές γλώσσες πιθανόν προερχόμενη από την αρχαιοελληνική (Μακεδονική) Βερενίκη, κατά τον Turnefort (Joseph Pitton de Tournefort, 1656 - 1708) ήταν Γάλλος βοτανολόγος) από παράφραση της λατινικής λέξης Velonica προερχόμενη από πληθυσμιακή ομάδα Velones της Ισπανίας ή την λατινική λέξη ver(=άνοιξη) |
Viburnum | Από το λατινικό -viburnum (=χιονόμπαλα) λόγω της μορφής της ταξιανθίας, το όνομα αναφέρεται στις "Εκλογές" του Βιργίλιου και δόθηκε στο γένος από τον Λινναίο |
Vicia | Από το αρχαιοελληνικό όνομα του φυτού "βικία" το οποίο μάλλον προήλθε από το λατινικό vincio (=ενώνω, μαζί) εξαιτίας των ελίκων με τις οποίες στηρίζονται τα φυτά. |
Vinca | Το όνομα δόθηκε από τον Λινναίο από την λατινική λέξη vinco που σημαίνει δεσμεύω-εμποδίζω, διότι λόγω των βλαστών που έρπουν εμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών δίπλα τους |
Vincetoxicum | Η ονομασία δόθηκε από τον Conrand Moench (1744-1805), Γερμανό χημικό, φαρμακοποιό και βοτανολόγο από την λατινική λέξη vincere (=νικώ) και την λέξη toxicon (=δηλητήριο) λόγω της χρήσης του ως αντίδοτο δηλητηρίων |
Viola | Πιθανόν από την αρχαιοελληνική ονομασία του φυτού "ίον" που ήταν η τροφή των ερωμένων του Διός |
Viscum | Από την ομώνυμη λατινική λέξη για τον ιξό, από την χρήση του για την παγίδευση του πουλιού τσιχλα (Turdus viscivorus) |
Vitex | Από το λατινικό vieo (=πλέκω), λόγω της χρήσης των κλαδιών του φυτού για την κατασκευή καλαθιών |
Xanthium | Η ονομασία δόθηκε από τον Tournefort επειδή το εκύλισμα του φυτού χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελλάδα για την βαφή των μαλλιών σε ξανθό χρώμα |
Xeranthemum | Λόγω των ξηρών και όχι ποωδών ανθέων του γένους |
Ziziphora | Από την αρχαιοελληνική ονομασία "ζίζυφος" του φυτού (στην Περσική zayzafun) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου